«Από μικρός πελεκάω ξύλα. Τι σχέδια φτιάχνω; Ότι κινάει το μυαλό μου. Στην αρχή έφτιαχνα κουτάλες και μαγκούρες, μετά άρχισε να αυγαταίνει η δουλειά με τασάκια και σκαφιδάκια. Από τη νύχτα σκέφτομαι τι θα φτιάξω μόλις ξυπνήσω το πρωί. Η γυναίκα μου φωνάζει να σταματήσω, εγώ όμως δουλεύω, γιατί θέλω να δίνω κάθε μέρα στα εγγόνια μου πατατάκια και γαριδάκια. Δεν μπορώ να σταθώ αν δεν δουλέψω, ακόμα και την Κυριακή, ακόμα κι αν δεν κερδίζω τίποτα. Περνάει κι η ώρα έτσι, πότε φωτάει, πότε νυχτώνει, δεν το καταλαβαίνω καθόλου».
Είναι αυτοδίδακτος
Ο ξυλογλύπτης Θανάσης Γρηγορόπουλος, από τα Λαγκάδια Γορτυνίας, λέει και τραγουδάκια μόλις δουλεύει, αλλά όχι πολλά από τότε που τον χτύπησε βαρύ πένθος. Πριν από το 1981 ήταν χτίστης και αγρότης, κανείς δεν του έμαθε την τέχνη του ξυλογλύπτη, είναι αυτοδίδακτος. Δεν έμαθε γράμματα, τον έφαγε η κατοχή, πέρασε μόνο απ’ έξω από το σχολείο. Το μεγάλο παράπονό του είναι που ερημώνει το χωριό του.
«Ούτε ένα εργοστάσιο δεν υπάρχει εδώ τριγύρω για να κρατηθούν οι νέοι, φεύγουν όλοι και πάνε στις πόλεις για να δουλέψουν και να κολλήσουν τα ρημάδια τα ένσημα. Τα Λαγκάδια έχουν γυμνάσιο και λύκειο, που πολεμάνε να κλείσουν. Φέρνουν παιδιά από το Βαλτεσινίκο, μαζεύουν κι άλλα πέρα-δώθε, αλλά είναι δύσκολα τα πράγματα. Έχω δέκα εγγόνια που πάνε στο σχολείο τα περισσότερα. Οι δρόμοι έχουν λάσπες και πρέπει να παίρνουν μαζί τους μια αλλαξιά κάλτσες για να μη μουλιάσουν τα πόδια τους. Δεν κρατιούνται έτσι τα παιδιά, ούτε και τα χωριά».
Πελεκάει με το σκεπάρνι
Για να φτιάξει κουτάλες με αντοχή ο μπάρμπα Θανάσης χρησιμοποιεί σφεντάμι, που είναι ξύλο άγριο και το αγαπάει επειδή δουλεύεται εύκολα. Για γκλίτσες, ραβδιά και μαγκούρες προτιμάει το «μελιό» και το πουρνάρι. Τα μαλακά ξύλα τα αλείφει με λάδι για να σφίξουν και τα σκληρά τα βάζει στο νερό για να μαλακώσουν και να πελεκιώνται εύκολα με το σκεπάρνι.
Στην ερώτηση αν ενδιαφέρονται οι νέοι για την τέχνη του, απαντάει: «Μόλις ψοφήσω δεν θα κρέμονται εδώ μαγκούρες, γκλίτσες και κουτάλες. Δεν υπάρχει άλλος να κάνει αυτή τη δουλειά». Ο μπάρμπα Θανάσης δεν θέλει οι πελάτες του να τον αποκαλούν κύριο Γρηγορόπουλο. Προτιμάει να τον φωνάζουν σκέτο Θανάση ή το πολύ-πολύ μπάρμπα Θανάση, αν θέλουν να δείξουν σεβασμό.
Παλαιότερα ένοιωσε άβολα όταν ένα μεγάλο περιοδικό έγραψε άρθρο γι’ αυτόν, αλλά στην ίδια σελίδα διαφήμιζε και αυτοκίνητα. Λυπήθηκε, επίσης, που στο ίδιο άρθρο δίπλα στη φωτογραφία του έβαλαν και μια προσωπογραφία του Κολοκοτρώνη. «Δίπλα στον ήρωα με το μπαρούτι εγώ ο κακομοίρης με τα ξύλα. Γελάει ο κόσμος με αυτά που γράφουν».
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: www.greecewithin.com
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Έμεινε στον βυθό του Αιγαίου τέσσερα λεπτά χωρίς σκάφανδρο και κατόρθωσε να ανασύρει την άγκυρα της ιταλικής ναυαρχίδας, της οποίας είχε κοπεί η αλυσίδα.
Στο Ζυγοβίστι Γορτυνίας υπάρχει ένα τεράστιο μαρμάρινο γλυπτό βιβλίο με σκαλισμένα επάνω του 197 ονόματα κατοίκων του χωριού, οι οποίοι αποτελούσαν το 1821 τη φρουρά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Μεσαιωνική αλυκή με ιαματικά νερά, καταφύγιο άγριων πουλιών, διάβρωση και ακινησία από την αλμύρα, μαγικές εικόνες.
Όταν πέθανε ο Γέρος του Μοριά, κατά τη διάρκεια της έκθεσης της σωρού του σε λαϊκό προσκύνημα, άγνωστος καλλιτέχνης αποτύπωσε επάνω στο νεκρικό κρεβάτι τη μορφή του σε γύψινο εκμαγείο, από το οποίο αναπαράχθηκε χάλκινο προσωπείο που εκτίθεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών.
Δεν είναι μόνο χρήσιμο, είναι και πολύ όμορφο το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Χιλιάδες Έλληνες το επισκέπτονται και νοιώθουν υπερηφάνεια.
Από εκεί εισχώρησε μια ομάδα γενιτσάρων την αυγή της 29ης Μαΐου 1453 και διέσπασε την άμυνα της Πόλης εκ των έσω. Πιθανόν είχαν στήσει καρτέρι και μπούκαραν όταν κάποια στιγμή άνοιξε η πύλη από προδοσία ή αμέλεια.
Βρίσκεται στον Νομό Καρδίτσας στα 750 μέτρα υψόμετρο και προσφέρει ονειρικά τοπία.
Στο νοτιότερο σχεδόν σημείο της Ελλάδας, δίπλα στο Λυβικό πέλαγος, υπάρχουν ακόμα φιλήσυχοι άνθρωποι που θρησκεύονται και διασκεδάζουν με απλούστατους τρόπους.