«Όταν βγαίνω για ψάρεμα δίπλα μου ψαρεύουν και οι πελεκάνοι. Κάποτε άκουσα φασαρία και σηκώνοντας το κεφάλι μου τι βλέπω; Ένας πελεκάνος προσπαθεί να καταπιεί ένα ψάρι, αλλά δεν χωράει στο στόμα του και έχει μείνει το μισό απέξω. Κοιτώντας την ουρά που εξέχει να είναι μια πιθαμή φαρδιά, λέω μέσα μου ότι αυτό είναι μεγάλο ψάρι. Αφήνω τη βάρκα και πηδάω στο νερό, τσαλαβουτάω στις λάσπες, πιάνω το πουλί και του αρπάζω το ψάρι από το στόμα. Του έπεφτε πολύ του πελεκάνου, ήταν παραπάνω από τις δυνατότητές του και δεν μπορούσε να το καταπιεί, ενώ εγώ είχα τόσες ανάγκες. Μετά από λίγη ώρα πούλησα το ψάρι στο χωριό και πήρα 3.500 δραχμές. Ήταν καλά λεφτά για εκείνη την εποχή».