«Γιατί κλαις πατέρα, με ρώτησαν τα παιδιά μου κάποτε που πήγαμε στην Αθήνα. Δεν κλαίω εγώ, τα μάτια μου κλαίνε από τις σκόνες και τα καυσαέρια, τους είπα. Έμεινα σαράντες μέρες στο νοσοκομείο και ούτε το νερό δεν μπορούσα να πιω. Δεν μου αρέσει το νερό στις δεξαμενές και στα νάιλον μπουκάλια. Είπα πώς και πώς να γυρίσω στο σπίτι μου δίπλα στο ποτάμι. Όταν πρωτοήρθα να ζήσω εδώ με πείραζε ο θόρυβος των νερών, μετά συνήθισα. Στα εγγόνια μου δεν αρέσει πολύ εδώ, επειδή έχει μοναξιά. Ούτε ρωτάνε πώς δουλεύει ο νερόμυλος. Μόνο για τα σκυλιά νοιάζονται, όλο κόκαλα μαζεύουν και τα ταΐζουν».