«Τα σπίτια εδώ συναγωνίζονται ποιο έχει τις ομορφότερες ζωγραφιές στην πρόσοψή του. Τις φτιάχνουμε ξύνοντας τον τοίχο, γι’ αυτό και τα λέμε ξυστά. Υπάρχουν ειδικοί μαστόροι σοβατζήδες που κάνουν αυτή τη δουλειά και έχουν άμιλλα μεταξύ τους. Δεν έχουν όλοι το ίδιο ταλέντο, αλλά έχουν την ίδια αγάπη για την τέχνη».
Δεν έχουν τελειωμό οι όμορφες λέξεις που χρησιμοποιούνται στη Χίο. Τα ματοτσίνορα των όμορφων κοριτσιών στη Βολισσό λέγονται «παρπέλες». Η γιαγιά που κάθεται μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της στους Ολύμπους λέγεται Βεσταρκού, δηλαδή κόρη του Βεστιάρχη. Στην αιολική διάλεκτο, που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στο ίδιο χωριό, ο πατέρας λέγεται «πάτερας» και η μητέρα «μήτερα».
«Ξεκίνησα να φωτογραφίζω το νησί το 1987. Εκείνη την εποχή διέμενα στην Αθήνα και ήθελα να αποδείξω σε όλους όσους συναναστρεφόμουν ότι η Λήμνος είναι ένας όμορφος τόπος και άδικα τον κατηγορούσαν και τον παρουσίαζαν ως ένα άγονο μέρος που κατοικείται μόνο από φαντάρους».
Ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης, δημιουργός ανεπανάληπτων ταινιών με θέμα τη ζωή στα μαστιχοχώρια της Χίου, μεταξύ των οποίων το θρυλικό έργο «Το δέντρο που πληγώναμε», είναι ένας ευαίσθητος και μετρημένος καλλιτέχνης. Πιστεύει ότι οι ομορφιές του τόπου του δεν κρύβονται μόνο στις εικόνες και τις φωτογραφίες, αλλά στη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη φύση.
«Η φίρμα μας δημιουργήθηκε το 1863 και ονομάστηκε Απαλαρίνα από ένα παρατσούκλι που είχαν κολλήσει στον προπάππου μου. Παλιά το μαγαζί μας δεν λειτουργούσε μόνο ως ποτοποιείο, αλλά ήταν συνάμα και καφενείο. Οι πελάτες ήταν λίγοι και ο καθένας καθόταν στο δικό του τραπέζι. Οι ξένοι που κάθονταν προσωρινά σε κάποιο τραπέζι, σηκώνονταν αμέσως μόλις έμπαιναν οι σταθεροί πελάτες. Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν ψαράδες και κυνηγοί, οι οποίοι σαν ψεύτες που είναι, έλεγαν διάφορες ιστορίες και πέρναγε η ώρα».
Σε μια αποθήκη στον Αγιώργη Συκούση της Χίου έχουν συγκεντρωθεί αρκετές γυναίκες και μαδάνε κόκκινα τριαντάφυλλα. Κινούν γρήγορα τα χέρια τους όπως οι ταχυδακτυλουργοί και μαζεύουν ολόκληρους σωρούς από πέταλα που προορίζονται για γλυκό. Όσο δουλεύουν δεν μένουν σιωπηλές, αλλά τραγουδούν ή λένε αιχμηρά αστεία και γελάνε κακαριστά. Είναι γυναίκες σβέλτες, που δεν αρκούνται μόνο στις δουλειές του σπιτιού, αλλά συνεργάζονται με βιοτεχνίες γλυκισμάτων για να συμπληρώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα.