Γραφική κωμόπολη σε υψόμετρο 970 μέτρων στις πλαγιές το Παρνασσού. Δεν απέχει πολύ μακριά από την Αθήνα (180 χλμ), ενώ βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών (12 χλμ) και το χιονοδρομικό κέντρο Παρνασσού (25 χλμ). Διαθέτει εξαιρετικά ξενοδοχεία που κρέμονται στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού. Το τοπίο από εκεί φαίνεται ατέλειωτο, σαν να το βλέπει κανείς από αεροπλάνο. Παντού θεόρατοι ορεινοί όγκοι και στο βάθος χαμηλά μια φέτα θάλασσας του Κορινθιακού κόλπου. Περιβάλλον απόλυτης ηρεμίας, που τη  διακόπτουν μόνο οι μακρινοί ήχοι από τροκάνια προβάτων και τσεκουριών που κόβουν ξύλα για τα τζάκια. Στις τοπικές ταβέρνες προσφέρονται αγνά τοπικά κρέατα και τυριά, καθώς και σιροπιαστά γλυκά, που κανείς δεν ξεχνά. Είναι τόσες πολλές και καλές οι τουριστικές υποδομές, που καλύπτουν τις προτιμήσεις όλων των επισκεπτών, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Περισσότερα...

Η Ελλάδα προσφέρει ακραίες ομορφιές, από τη μια τροπικές παραλίες και από την άλλη πανύψηλα χιονισμένα βουνά. Χιλιάδες Έλληνες έχουν το πάθος να γλιστρούν στο χιόνι και με την πρώτη ευκαιρία ανεβαίνουν στις κορυφές των βουνών για να αναμετρηθούν με τα στοιχεία της φύσης. Το χιονοδρομικό κέντρο Παρνασσού αποτελεί μια έκπληξη γι' αυτούς που το  επισκέπτονται πρώτη φορά. Τεράστιες εγκαταστάσεις που φτάνουν μέχρι το υψόμετρο των 2.260 μέτρων και γιγάντιοι αναβατήρες που οδηγούν σε 23 πίστες συνολικού μήκους 34 χιλιομέτρων. Την ώρα που κάνουν σκι οι χιονοδρόμοι βλέπουν μακριά στο βάθος του ορίζοντα εκπληκτικά τοπία σαν να βρίσκονται σε αεροπλάνο.

Περισσότερα...

Το τρένο περνάει σχεδόν πάνω από το σπίτι του μυλωνά.

«Γιατί κλαις πατέρα, με ρώτησαν τα παιδιά μου κάποτε που πήγαμε στην Αθήνα. Δεν κλαίω εγώ, τα μάτια μου κλαίνε από τις σκόνες και τα καυσαέρια, τους είπα. Έμεινα σαράντες μέρες στο νοσοκομείο και ούτε το νερό δεν μπορούσα να πιω. Δεν μου αρέσει το νερό στις δεξαμενές και στα νάιλον μπουκάλια. Είπα πώς και πώς να γυρίσω στο σπίτι μου δίπλα στο ποτάμι. Όταν πρωτοήρθα να ζήσω εδώ με πείραζε ο θόρυβος των νερών, μετά συνήθισα. Στα εγγόνια μου δεν αρέσει πολύ εδώ, επειδή έχει μοναξιά. Ούτε ρωτάνε πώς δουλεύει ο νερόμυ­λος. Μόνο για τα σκυλιά νοιάζονται, όλο κόκα­λα μαζεύουν και τα ταΐζουν».

Περισσότερα...

Ο μαρμάρινος πάγκος του ουζερί μεταφέρθηκε από την Αθήνα με τρένο επί Χαριλάου Τρικούπη.

«Υπήρχαν και άλλα ουζερί στο Μεσολόγγι, αλλά όχι τόσο μεγάλα και αριστοκρατικά. Από το 1901 που πρωτοάνοιξε το επισκέφτηκαν κάθε λογής άνθρωποι. Δικηγόροι, γιατροί, έμποροι, ψαράδες, αγρότες και εργάτες, όλοι μαζί στον ίδιο χώρο. Ήταν αταξικό μαγαζί, ένωνε τους πελάτες και έφερνε κοντά τον έναν στον άλλο».

Περισσότερα...

Πιστός στην οικογενειακή παράδοση λειτουργεί τον φούρνο με ξύλα και όχι με ρεύμα.

«Σαν παιδάκια παίζαμε στον φούρνο της οικογένειας και μέσα από το παιχνίδι ήρθε η γνώση. Μας άγγιζε η ζωή εδώ μέσα. Τη νύχτα ο πατέρας ζέσταινε τα ξύλα για να στεγνώσουν από την υγρασία και το πρωί τα έκαιγε στον φούρνο. Η περιοχή μας είναι γεμάτη αμυγδαλιές και ελιές, τα καλύτε­ρα ξύλα, από τα οποία έπαιρνε άρωμα και το ψωμί».

Περισσότερα...

H λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου προσφέρει μαγικές εικόνες.

«Της πρότεινα να πάμε βόλτα στη λιμνοθάλασσα με τη γαΐτα (μικρή βάρκα με πανί). Δεν είχαμε μηχανές τότε, μόνο το πανί και το φλόκο (μικρότερο πανί στο μπροστινό μέρος της βάρκας). Ήταν μαϊστράλι (ελαφρύς βορειοδυτικός άνεμος), κάθισε στην πρύμνη και άρχισε να τραγουδάει με πολύ ωραία φωνή: Στην αμμουδιά τη μαγεμένη / μια ψαροπούλα αγκαλιασμένη / με τον καλό της τον ψαρά / μεθάει από χαρά / οι δυο τους έχουνε μεθύσει / μέσα στην πορφυρένια δύση…».

Περισσότερα...

Χορεύουν και τραγουδούν από νωρίς το πρωί, όπως έκαναν και οι αρχαίοι Αιτωλοακαρνάνες στις γιορτές του ήλιου.

Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος γίνεται ένα πρωινό πανηγύρι στην Αλιμπίστα, ορεινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, όπου κατοικούν μόνο δύο οικογένειες. Παρ’ όλο που ο δρόμος από το Θέρμο μέχρι εκεί δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, το πλάτωμα μπροστά στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας γεμίζει με αυτοκίνητα.

Περισσότερα...

ορεινή Αιτωλοακαρνανία έχει πολλά χωριά που είναι σχεδόν ερημωμένα και εγκαταλειμμένα.

«Γιατί φωτογραφίζεις συνέχεια, τι σ’ αρέσει εδώ; Σ’ αρέσουν τα βουνά; Φοβάσαι μήπως δεν βρεις αλλού τέτοια τσουκάρια (πέτρες) και βιάζεσαι μην τα χάσεις και δεν τα ξαναδείς; Γιατί είσαι βιαστικός, φοβάσαι την ερημιά; Εδώ άμα ρεκοβελάξεις θα σ’ ακούσουν κάνα δυο βουνά, ενώ άμα πάθεις τίποτα στην Αθήνα δεν θα σ’ ακούσει κανένας».

Περισσότερα...