Κουρούτες Αμαρίου - Το χαρκιδιό με κράτησε επαέ

Ο χαρκιάς (σιδεράς) με ένα μαναράκι (τσεκουράκι) στο χέρι.

Αν περάσεις μέσα από ένα χωριό του Αμαρίου και σταματήσεις για να ζητήσεις κάποια πληροφορία, σίγουρα θα σου πουν: «Κάτσε επαέ να πιούμε μια ρακί». Ο Γιώργης Σαρρής, από το χωριό Κουρούτες, είναι χαρκιάς, δηλαδή σιδηρουργός. Το μαγαζί του είναι επάνω στον δημόσιο δρόμο κι όποιος ταξιδιώτης του απευθύνει τον λόγο, ο Γιώργης τον κερνάει κάτι τι στο διπλανό καφενείο. Ο καφετζής έχει βγάλει ένα μακρόστενο πάγκο στο πεζοδρόμιο, όπου ο χαρκιάς με τους φίλους του κάθονται και αγναντεύουν τις κορυφές του Ψηλορείτη, που βρίσκονται φάτσα μπροστά τους σε απόσταση αναπνοής.


Ζεσταίνονται από το καμίνι
Όλα τα σπίτια της περιοχής αμπαρώνουν τις πόρτες με δικές του σιδεριές.

Από μεράκι ασχολείται με το σιδηρουργείο του σήμερα ο Γιώργης, όχι σαν επάγγελμα πλέον, αφού είναι συνταξιούχος. Τον χειμώνα ανάβει το καμίνι και μαζεύονται οι φίλοι του εκεί για να ζεσταθούν. Για να μην θεωρηθεί, όμως, ότι κόβει κόσμο από τον καφετζή, του λέει να φέρνει τους καφέδες στο μαγαζί.

Όταν ο Νίκος Τυροκομάκης, θεολόγος από το διπλανό χωριό Αποδούλου, προσφέρθηκε να κεράσει τις ρακές που παρήγγειλε ο Γιώργης, αυτός αρνήθηκε, λέγοντας: «Πάναγια μου», τονισμένο όχι στη λήγουσα, αλλά στην προπαραλήγουσα. Αποτελούν και οι δυο τους αυθεντικά δείγματα Αμαριωτών. Ο καθηγητής είναι λόγιος και μαγικός αφηγητής, ο σιδεράς κρητίκαρος γίγαντας με καλοσύνη και χαμόγελο μικρού παιδιού.


Έμαθε την τέχνη με το ζόρι

«Από τον πατέρα μου έμαθα την τέχνη με το ζόρι, το χαρκιδιό με κράτησε επαέ και δεν σπούδασα, που το ’θελα τόσο πολύ. Δεν πέρασε φορά ν’ ανοίξω την κλειδωνιά του μαγαζιού και να μην σκεφτώ το σχολείο. Όμως, ο πατέρας μου απαντούσε στο κλάμα μου: Έχουμε δουλειά, πού θα σε πέμψουμε; Όταν βαριδοσκοπούσαμε μια εγώ και μια εκείνος, κι έριχνα καμιά στραβή με τη βαριοπούλα, μου έλεγε: Μωρέ συ… Δεν ήταν όμως πολύ αυστηρός μαζί μου. Οι άλλοι χαρκιάδες, που είχαν παραγιούς, μπορούσαν να τους αστράψουν και καμιά πάνω στα νεύρα της δουλειάς, ο πατέρας μου όμως ποτέ δεν μου έπαιξε σκαμπίλι».

Δίπλα στο μαγαζί του υπάρχει ένα καφενείο, στο οποίο κερνάει ρακές τους φίλους του.Στην κατοχή η οικογένεια του Γιώργη έζησε από τις επισκευές παλιών εργαλείων, με αμοιβή λίγα κουκιά ή φάβα αντί για χρήματα. Το μαγαζί δεν είχε καμινάδα για να μην λερώνονται τα απλωμένα ρούχα των γυναικών στις ταράτσες. Όλο το κάρβουνο το έπινε ο Γιώργης και το ’βγαζε μετά τρεις μέρες από τη μύτη. Κάπνιζε κιόλας από πάνω «γουρσούζικα» (μανιωδώς). Πάντως ενεΐκεψε, δηλαδή ένοιωσε πιο νέος, όταν έκοψε το τσιγάρο πριν 14 χρόνια.

Στον Ψηλορείτη έχει ανέβει αμέτρητες φορές για να κυνηγήσει ζουρίδες, έτσι λένε τα κουνάβια στην Κρήτη. Με μια γούνα ζουρίδας έπαιρνε ένα σακί αλεύρι, μεγάλη υπόθεση στα παλιά δύσκολα χρόνια. Ο Γιώργης έχει μεγάλο πάθος με τον Ψηλορείτη και στην ερώτηση πόσο αγαπάει αυτό το βουνό, απαντά: «Πάναγια μου».
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: www.greecewithin.com

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 

Η δυτική πλαγιά του Ψηλορείτη ορθώνεται επιβλητική πάνω από τις Κουρούτες Αμαρίου. Η δυτική πλαγιά του Ψηλορείτη ορθώνεται επιβλητική πάνω από τις Κουρούτες Αμαρίου.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

*Υποχρεωτικά πεδία