«Σαν παιδάκια παίζαμε στον φούρνο της οικογένειας και μέσα από το παιχνίδι ήρθε η γνώση. Μας άγγιζε η ζωή εδώ μέσα. Τη νύχτα ο πατέρας ζέσταινε τα ξύλα για να στεγνώσουν από την υγρασία και το πρωί τα έκαιγε στον φούρνο. Η περιοχή μας είναι γεμάτη αμυγδαλιές και ελιές, τα καλύτερα ξύλα, από τα οποία έπαιρνε άρωμα και το ψωμί».
Δεν το γυρίζει στο ρεύμα
Από το 1890 λειτουργεί ο φούρνος της οικογένειας Στεφάτου στο Μεσολόγγι, σύμφωνα με κάποια συμβόλαια που βρέθηκαν τρυπωμένα σε μια γωνιά. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του, Χρήστος Στεφάτος, αν και είναι μοντέρνος και σπουδαγμένος άνθρωπος, δεν σκέφτεται να το γυρίσει από τα ξύλα στο ρεύμα, όσο και αν αυτό του στοιχίζει σε κόπο και χρήμα. Τηρεί την οικογενειακή παράδοση και έχει την ελπίδα ότι κάποτε θα γυρίσει η δουλειά και θα δικαιωθούν οι κόποι του.
«Τα παλαιότερα χρόνια αν οι άνθρωποι δεν έπαιρναν λαμαρίνα από τον φούρνο για να ψήσουν κρέατα, δεν καταλάβαιναν από γιορτές. Ήταν αδιανόητο τα Χριστούγεννα να μην δεις γυναίκες να κουβαλούν στο κεφάλι λαμαρίνες με γλυκά και πίτες από χειροποίητο φύλλο. Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα οι γιαγιάδες στην επαρχία και ζωντανεύουν την παράδοση. Σ’ αυτές καταφεύγουν οι Αθηναίοι τις χρονιάρες μέρες και γι’ αυτό τον λόγο γεμίζουν οι εθνικοί δρόμοι με αυτοκίνητα».
Μερακλίδικα φαγητά
Ο Χρήστος Στεφάτος έχει ακούσει τον παππού του να του περιγράφει εικόνες του 1930, με ανθρώπους να μπαίνουν και να βγαίνουν στον φούρνο κρατώντας στα χέρια τα «τσουμπλέκια». «Ήταν μεγάλες κατσαρόλες γεμάτες με χοντρό κρέας, κρεμμύδια και ντομάτες. Ο φούρναρης έριχνε νερό για να βράσει το βοδινό, όχι πολύ, ίσα για να συμπληρώσει τους χυμούς των κρεμμυδιών. Το τσουμπλέκι ήθελε σιγανή φωτιά, έκανε ακόμα και οκτώ ώρες να ψηθεί. Το έφερναν στον φούρνο από το μεσημέρι για να είναι έτοιμο το βράδυ. Το έπαιρναν μαζί τους και στην ταβέρνα, επειδή ήταν μεζές για μερακλήδες».
Άλλοι μεζέδες που πήγαιναν παλαιότερα στον φούρνο του Στεφάτου για ψήσιμο ήταν οι μοσχαροκεφαλές και οι ουρές των βοδιών, ψημένες σε διπλές λαδόκολλες. «Έψεναν και ζυγούρια σε λαδόκολλες, γεμισμένα με κεφαλοτύρι και πασπαλισμένα με αλατοπίπερο. Οι παλιοί Μεσολογγίτες δεν ενοχλούνταν από τη βαριά μυρωδιά της προβατίνας, οι νεότεροι όμως για να τη σπάσουν γαρνίριζαν το ζυγούρι με λίγη τομάτα και πιπεριά».
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: www.greecewithin.com
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ