«Όπως όλοι οι άνθρωποι δεν φορούν το ίδιο μέγεθος ρούχων, έτσι και το κάθε ζώο χρειάζεται το δικό του σαμάρι. Παλιά τα ζώα ίδρωναν πολύ και πληγώνονταν από τα βαριά φορτία. Είχαν και αυτά τη φτώχεια του ανθρώπου. Δεν χόρταιναν οι χωρικοί το φαγητό, με τι καρπό να χορτάσουν τα ζωντανά τους; Λίγοι τα τάιζαν, οι υπόλοιποι τα άφηναν στην τύχη τους, μόνα τους τριγύριζαν στα βουνά να βρουν τροφή».
Από δέρμα γίδας
Ο Νίκος Καρτσιούκας, από το Λιτόχωρο Πιερίας, κάνει τη δουλειά του σαμαρά από 10 χρονών. Είναι άνθρωπος με γρήγορο μυαλό και κοφτερή ματιά, που πριν σου ανοιχτεί, σε «κόβει» απ’ την κορυφή μέχρι τα νύχια. Πιστεύει ότι όποιος έχει το επίθετο Σαμαράς, έχει και κάποιο πρόγονο που έκανε αυτή τη δουλειά: «Ακόμα και τον πολιτικό Αντώνη Σαμαρά, να ρωτήσεις θα σου πει ότι κάποιος παππούς ή προπάππους του έφτιαχνε σαμάρια».
Ο κυρ Νίκος στο κάτω μέρος του σαμαριού, που έρχεται σε επαφή με την πλάτη του ζώου, βάζει μάλλινο ύφασμα για να πίνει τον ιδρώτα και από πάνω λινάτσα. Ανάμεσα γεμίζει με βρίζα, άχυρα σίκαλης, περισσότερα στα καπούλια για να μην πληγώνεται το ζώο από τα φορτία και λιγότερα στις πλάτες, για να τις κινεί ελεύθερα. Η βρίζα αντέχει στην υγρασία και δεν σαπίζει, γι’ αυτό τον λόγο την έβαζαν και στις στέγες. Πάνω από τη λινάτσα βάζει δέρμα γίδας, όχι προβατίσιο που ρουφάει το νερό και μουσκεύει, ούτε γουρουνίσιο που είναι σκληρό κι έχει τρύπες από τις τρίχες του ζώου, που είναι μεγάλες σαν βελόνια.
Παλιά το δέρμα της γίδας είχε το κόκκινο φυσικό του χρώμα, σήμερα οι βιομηχανίες το βάφουν μαύρο με καραμπογιά και λίπος, για να βαρύνει και να κερδίσουν περισσότερα πουλώντας το με το κιλό. Για τον ξύλινο σκελετό του σαμαριού, ο κυρ Νίκος χρησιμοποιεί ξύλο οξιάς και μέλιο, τα οποία παλιότερα έκοβε με φόβο στις πλαγιές του Ολύμπου, επειδή τον κυνηγούσαν οι δασοφύλακες για λαθραία υλοτόμηση.
Ο τελευταίος που απέμεινε
Δεν υπάρχει άλλος σαμαράς σήμερα στο Λιτόχωρο, ο Νίκος Καρτσιούκας είναι ο τελευταίος, κι αυτός συνταξιούχος, που έχει μεταφέρει το εργαστήριό του σε μια αποθήκη. Από το επάγγελμά του έχει πολλές αναμνήσεις: «Έχω δει ζώα που δεν ανέχονταν το σαμάρι, οι αγωγιάτες, όμως, το άφηναν επίτηδες στην πλάτη τους και δεν το κατέβαζαν μέχρι αυτά να υποκύψουν. Μπορεί στην εποχή μας τα ζώα να ταΐζονται καλύτερα, αλλά όταν αναμετρώνται με τους ανθρώπους, πάντοτε χάνουν τη μάχη».
Θυμάται τον πατέρα του που είχε βρει λίρες κρυμμένες μέσα σ’ ένα σαμάρι: «Τις τρύπωναν εκεί οι αγωγιάτες από τον φόβο μήπως πέσουν επάνω σε κλέφτες. Εκτός, όμως, από τους κλέφτες χρημάτων, παραμόνευαν παλιά και οι αλογοσύρτες (κλέφτες αλόγων). Όπως στην εποχή μας κλέβονται αυτοκίνητα, έτσι και τότε κλέβονταν άλογα. Χωρίς να ξέρουν, όμως, τίποτα οι κλέφτες για τις κρυμμένες λίρες, πούλαγαν τα ζώα. Έτσι τις έβρισκαν μετά από καιρό οι σαμαράδες, στους οποίους κατέληγαν τα σαμάρια για επισκευή».
Ο κυρ Νίκος δεν πλούτισε από τη σαμαρική τέχνη, αλλά έζησε με αξιοπρέπεια την οικογένειά του. Οι 350 δραχμές που στοίχιζε κάθε σαμάρι το 1957 έπιαναν τόπο, τα 200 όμως ευρώ που έπαιρνε μέχρι πρότινος δεν έφταναν για τίποτα.
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: www.greecewithin.com
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ