Τα βουβάλια είναι σπάνιο είδος για την Ελλάδα και εκτρέφονται κυρίως στα βόρεια του νομού Σερρών.

«Το τσοπανηλίκι δεν έχει γιορτές και αργίες, γι’ αυτό τον λόγο δεν το αντέχουν τα καινούργια παιδιά. Συμφέρει οικονομικά, αλλά σε δεσμεύει. Ο γιος μου είναι φιλόλογος στις Σέρρες και η κόρη μου λογίστρια στη Θεσσαλονίκη, δεν πρόκειται να συνεχίσουν αυτή τη δουλειά. Όσο αντέξω εγώ, μετά πάει το κοπάδι».

Περισσότερα...

Οι κάτοικοι της Άρνισσας παραπονούνται ότι τα ψάρια της λίμνης έχουν λιγοστέψει επικίνδυνα.

«Δεν τσιμπάνε τα ρημάδια τα γριβάδια, στέκομαι με τις ώρες, αλλά δεν έπιασα ακόμα κανένα. Ξέρεις τι ωραίο φαγητό γίνονται στο φούρνο με πατάτες και κρεμμύδια; Μοιάζει με το στιφάδο, πολύ νόστιμο. Πάντως δεν θα φύγω άπραγος σήμερα, έπιασα μερικές πεταλούδες, ελπίζω να βγει μια τηγανιά για την οικογένεια».

Περισσότερα...

Δοϊράνη λίμνη, το απόλυτο γαλάζιο. Μπροστά το ομώνυμο χωριό, πίσω η FYROM.

«Δυστυχώς τον πατέρα μου τον λέγανε Γιάννη κι όχι Βαρδινογιάννη, γι' αυτό τον λόγο ζω εδώ πάνω στην ερημιά. Έχω τέσσερα παιδιά, αλλά κανένα δεν διάλεξε  το επάγγελμα του κτηνοτρόφου, επειδή τα λεφτά που παίρνουμε από ένα κιλό γάλα δεν φτάνουν να αγοράσουμε ούτε ένα μικρό μπουκαλάκι νερό. Δεν είναι μόνο που οι έμποροι πουλάνε το γάλα τέσσερις φορές ακριβότερα απ' ότι το αγοράζουν, παίρνουν το βούτυρο από μέσα και μένει μόνο το νερό».

Περισσότερα...

Ο τελευταίος σαμαράς του Λιτοχώρου γεμί¬ζει ένα σαμάρι με βρίζα (άχυρα σίκαλης).«Όπως όλοι οι άνθρωποι δεν φορούν το ίδιο μέγεθος ρού­χων, έτσι και το κάθε ζώο χρειάζεται το δικό του σαμά­ρι. Παλιά τα ζώα ίδρωναν πολύ και πληγώνονταν από τα βαριά φορτία. Είχαν και αυτά τη φτώχεια του ανθρώπου. Δεν χόρταιναν οι χωρικοί το φαγητό, με τι καρπό να χορτάσουν τα ζωντανά τους; Λίγοι τα τάιζαν, οι υπόλοιποι τα άφηναν στην τύχη τους, μόνα τους τριγύριζαν στα βουνά να βρουν τροφή».

Περισσότερα...

Υπάρχουν ακόμα μερακλήδες πελάτες που παραγγέλνουν παπούτσια στον τσαγκάρη.«Στην αρχή χρησιμοποιούσα τη βακέτα (μαυροκόκκινο δέρμα) για να φτιάχνω κερατζίδικα παπούτσια (με πρόκες στις σόλες για να μη λιώνουν) για αγωγιάτες. Στη συνέχεια έφτιαχνα και ραφτά παπούτσια, που ήταν μόδα τότε να τα φορούν οι γαμπροί για να διαβούν το κατώφλι της εκκλησίας. Υπάρχουν και σήμερα λίγοι μερακλήδες που επιμένουν ακόμα να παραγγέλνουν ξώραφα παπούτσια. Τους αρέσει και πληρώνουν γι' αυτό με ευχαρίστηση. Τα τελευταία χρόνια, όμως, τα έφερνα δύσκολα με αυτή τη δουλειά, επειδή βγήκαν τα βιομηχανικά παπούτσια και ανέβηκε πολύ η τιμή των δερμάτων. Από 30 δραχμές το κιλό που στοίχιζε παλιά το δέρμα, έφτασε τα 15 ευρώ και βάλε».

Περισσότερα...