«Μικρό παιδάκι του δημοτικού είδα έναν γείτονα που εκπαίδευε περιστέρια. Τα έλεγε βούτες, επειδή ανέβαιναν πολύ ψηλά και μετά βουτάγανε κάτω με κάθετη εφόρμηση. Μου άρεσε το θέαμα και η βουή που έκαναν κατεβαίνοντας. Λίγο πριν φτάσουν στον περιστερώνα άνοιγαν τα φτερά τους κι έκοβαν ταχύτητα. Μερικά δεν προλάβαιναν να σταματήσουν και σκοτώνονταν στο πλακόστρωτο».
Περιστεράς με διδακτορικό
Ο Κώστας Μπουζιώτας, από την Κατερίνη, αγόρασε μ' ένα δεκάρικο δύο περιστέρια, που όμως δεν βουτούσαν και τα είχε μόνο για να τα βλέπει. Για καλή του τύχη, όμως, μια βούτα από άλλον περιστερώνα προσκολλήθηκε δίπλα σ' αυτά. «Αμέσως άρχισα να την πετάω. Είχα κι εγώ μια βούτα, ήμουν το ίδιο με τους φημισμένους περιστεράδες. Εκείνοι μπορεί να είχαν 100-200 βούτες, εγώ μόνο μία, αλλά μου έφτανε».
Ο Κώστας εξαιτίας των περιστεριών παραμελούσε τα μαθήματά του, γι' αυτό τον λόγο οι γονείς του τα έδωσαν σε άλλον. Μετά μεγάλωσε και ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, πήγε 20 χρόνια σε Σουηδία και Αγγλία να γίνει γυμναστής, διδάκτορας κι ερευνητής, αλλά ποτέ δεν ξέχασε τα περιστέρια. Γυρνώντας απ’ έξω έφερε μαζί του 100 περιστέρια ράτσας. Σήμερα έχει 80 βούτες και 24 αραμπατζήδες ή κουραντίνες, που κάνουν κύκλους χαμηλά γύρω από τον περιστερώνα, προκαλώντας τις βούτες να κατέβουν.
Έχει και πολλά στησιάρικα περιστέρια, που ανεβαίνουν κάθετα, χτυπώντας τα φτερά τους σαν να ανοιγοκλείνουν αγκαλιές. Πετούν με τον κώλο προς τα κάτω, κοιτώντας ψηλά, και τα έχουν βαφτίσει με πολλά ονόματα, όπως θεαματικά, όρθια, φεγγάρια, φουστανελάδες και μπάλες, επειδή γίνονται στρογγυλά σαν τόπια.
Του έγραψε τραγούδι ο Ρασούλης
Ο Κώστας σουρδίζει (εκπαιδεύει) τα περιστέρια του να πετούν μέχρι 1.000 μέτρα ψηλά και λυπάται όταν τα σαΐνια (μικρά γεράκια) τούς επιτίθενται. «Εμφανίζονται από το πουθενά, συνήθως μέσα από τον δίσκο του ήλιου. Πανιάζει το μάτι των περιστεριών από το εκτυφλωτικό φως και δεν βλέπουν τα γεράκια που πέφτουν με φόρα επάνω τους και τα σκοτώνουν επιτόπου. Στενοχωριέμαι πολύ, αλλά αναγνωρίζω την ανάγκη των σαϊνιών να ζήσουν κι αυτά».
Ο Μπουζιώτας ήταν πολύ στενός φίλος με τον αείμνηστο στιχουργό Μανώλη Ρασούλη, ο οποίος είδε πόσο στενοχωριέται όταν σκοτώνονται τα περιστέρια του και του έγραψε ένα τραγούδι για να τον παρηγορήσει: «Ο Κώστας ο περιστεράς μ' ογδόντα περιστέρια / έχει και μια περιστερά που όλο πετά στ' αστέρια. / Για τούτο ο γυπαετός που την καραδοκούσε / την κλει στα μαύρα του φτερά κι εκείνη γουργουρούσε. / Ο Κώστας ο περιστεράς γι' αυτή την περιστέρα / στέκει από τότε τραγουδά και κλαίει νύχτα μέρα».
ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ: www.greecewithin.com
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Στην πλατεία Αναλήψεως των Βριλησσίων λειτουργεί από το 1947 ένα παραδοσιακό μαγαζί, που πουλάει αμέτρητα και σπάνια είδη καθημερινής χρήσης. Δεν είναι μόνο απαραίτητο, αλλά και όμορφο να το βλέπεις. Πουλάει τα πάντα και ξυπνάει νοσταλγικές μνήμες.
Στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών, στην Πλατεία Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου, φυλάσσονται κειμήλια της Επανάστασης του 1821. Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται η περικεφαλαία, οι επωμίδες και το γιλέκο του Κολοκοτρώνη.
Δεν επιτρέπεται η πρόσβαση ανθρώπων στο νησάκι, γιατί είναι αμέτρητες οι φωλιές των πουλιών και θα κινδύνευαν τα αυγά και οι νεοσσοί. Ακόμα και το εκκλησάκι του Αϊ-Γιώργη μένει αλειτούργητο για χάρη των κορμοράνων και των πελεκάνων.
Στο νοτιότερο σχεδόν σημείο της Ελλάδας, δίπλα στο Λυβικό πέλαγος, υπάρχουν ακόμα φιλήσυχοι άνθρωποι που θρησκεύονται και διασκεδάζουν με απλούστατους τρόπους.
Στο εκκλησάκι των Αγίων Επτά Παίδων σε μια σχισμή του μαύρου ηφαιστειακού βράχου και κάτω από αφόρητη ζέστη, βιολιτζήδες και λαουτιέρηδες παίζουν νησιώτικα τραγούδια ασταμάτητα επί 24 ώρες, ενώ οι πιστοί χορεύουν μπροστά τους στη μικροσκοπική αμμουδιά.
Στο Ζυγοβίστι Γορτυνίας υπάρχει ένα τεράστιο μαρμάρινο γλυπτό βιβλίο με σκαλισμένα επάνω του 197 ονόματα κατοίκων του χωριού, οι οποίοι αποτελούσαν το 1821 τη φρουρά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Δεν είναι μόνο χρήσιμο, είναι και πολύ όμορφο το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Χιλιάδες Έλληνες το επισκέπτονται και νοιώθουν υπερηφάνεια.
Όταν ένας Τούρκος τραυμάτισε στο πρόσωπο τον Κωνσταντίνο, εκείνος κραύγασε: «Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;». Δευτερόλεπτα μετά, ένας Οθωμανός που βρισκόταν πίσω του, του έκοψε το κεφάλι με μια σπαθιά.