Ο άνυδρος τόπος και τα ηφαιστειακά χώματα της Σαντορίνης δίνουν πολύ ωραία γεύση σε όλα τα αγροτικά προϊόντα της. Εκεί στα σκούρα και ξερά εδάφη, στα οποία δεν θα περίμενε κανείς να φυτρώνει τίποτα, αναπτύσσονται εξαιρετικές καλλιέργειες. Ο σεισμός για τη Σαντορίνη ήταν καταστροφή, αλλά για τα αμπέλια, τα ντοματάκια και τη φάβα ήταν σωσμός.
Κάθε απόγευμα συγκεντρώνονται μεγάλα πλήθη παραθεριστών στο δυτικότερο σημείο της Οίας στη Σαντορίνη για να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα. Ξεκινούν από όλα τα σημεία του νησιού με κάθε μέσο για να πιάσουν έγκαιρα θέση σε κάποια ταράτσα ή πεζούλι, από όπου θα έχουν πανοραμική θέα του φαινομένου. Αυτές οι συγκεντρώσεις συμβαίνουν χωρίς διακοπή κάθε μέρα επί δεκαετίες, αλλά τον Ιούλιο και τον Αύγουστο παίρνουν τον χαρακτήρα παλλαϊκών συγκεντρώσεων.
Χωριό "καρφωμένο" στον κατακόρυφο βράχο του κρατήρα του ηφαιστείου. Όλα τα σπίτια είναι παραδοσιακά και απαγορεύονται αυστηρά οι κάθε είδους οικοδομικές αυθαιρεσίες. Τα καλώδια μεταφοράς ρεύματος είναι θαμμένα κάτω από τη γη. Τίποτα δεν εμποδίζει την εκπληκτική θέα. Παλαιά κατοικούσαν στο χωριό οι φτωχοί άνθρωποι, που δεν είχαν χρήματα να χτίσουν σπίτια και έσκαβαν λαγούμια στα βράχια για να στεγαστούν. Σήμερα η κατάσταση έχει ολότελα αντιστραφεί.
Η πρωτεύουσα της Τζιας Ιουλίδα μοιάζει με αετοφωλιά στην κορυφή του βουνού. Τα πυκνοδομημένα σπίτια με τις κεραμοσκεπές συνθέτουν ένα σπάνιο αρχιτεκτονικό σύνολο που μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής. Ανάμεσα στα σπίτια υπάρχει ένας λαβύρινθος από πλακόστρωτα σοκάκια, που οδηγούν στην υπέροχη πλατεία του Δημαρχείου. Από όλα τα σημεία της Ιουλίδας η θάλασσα φαίνεται σαν να την κοιτάς από αεροπλάνο.
«Σκάβω με πελέκι (γκασμά) την άσπα (θηραϊκή γη) και φτιάχνω υπόσκαφο για να διατηρώ τα κρασιά μου. Η θηραϊκή γη είναι συμπυκνωμένο χώμα που περιέχει και ελαφρόπετρα. Το πελέκι μοιάζει με κασμά αλλά και διαφέρει, μου το έφτιαξε ένας γύφτος (σιδηρουργός). Με τον σεισμό του 1956 δεν έπεσε κανένα υπόσκαφο, είναι ασφαλή και δροσερά. Στο γκαράζ του σπιτιού μου, που είναι από μπετόν, είχε προχθές 29 βαθμούς, ενώ στο υπόσκαφο 19».
«Ο πατέρας μου μέχρι το 1974 έκανε 80-100 τόνους κρασί τον χρόνο και το έπαιρναν όλο οι Γάλλοι μέχρι σταγόνας. Εμείς το λέγαμε "μουρούκα" κι εκείνοι μπορντό. Κουβαλούσαμε το κρασί για τους Γάλλους με 100-200 ζώα φορτωμένα με τέσσερα τουλούμια (ασκούς κατσίκας) το καθένα. Τα πηγαίναμε στον γιαλό των Φηρών, όπου τα αδειάζαμε σε βαρέλια. Μετά πλέναμε τα τουλούμια με θαλασσινό νερό, επειδή ήταν από δέρμα για να συντηρηθούν για την επόμενη φορά».
«Δεν φοβάμαι καθόλου τη θάλασσα και ούτε μου περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να πνιγώ. Αν δεν τη βλέπω έστω κι από μακριά με πιάνει κάτι σαν φοβία και νομίζω ότι πεθαίνω. Μια φορά με πήγαν στην Παναγία Σουμελά στη Μακεδονία και μετά βίας άντεξα στα βουνά και δεν τρελάθηκα. Μάλλον η Παναγία έβαλε το χέρι της και με έσωσε».
«Παίζω μουσική πολλές ώρες κάθε μέρα. Αρχίζω το πρωί με το βιολί και μετά συνεχίζω με το πιάνο. Το καλοκαίρι σταματάω λίγο για να κάνω μπάνιο στη θάλασσα και μετά πάλι βιολί». Ο Αντώνης Πρέκας, από το Εμπορειό της Σαντορίνης, είναι γιος του φημισμένου λαουτιέρη Κυριάκου και εγγονός του σπουδαίου βιολιτζή Αντώνη.
«Το σχολείο μου δεν βρίσκεται εδώ, είναι σε ένα άλλο χωριό, την Κάτω Μεριά. Είναι τριθέσιο και έχει 19 παιδιά. Έχουμε τρεις δασκάλες, την κυρία Έφη, την κυρία Ζαφειρούλα και την κυρία Διονυσία τη διευθύντρια. Το χωριό μου δεν έχει άλλα παιδιά, μόνο εμένα και την αδελφή μου, που δεν την αντέχω γιατί είναι πολύ μικρούλα και τσιρίζει συνέχεια».
«Κάθε πρωί ερχόταν στο μαγαζί μας ο κυρ Σταύρος, την ώρα που κόβαμε το λουκούμι στα ταψιά κι έπαιρνε τους κατιμάδες (απομεινάρια) που περίσσευαν στις άκρες. Τα έβαζε μέσα σε ψαθουράκια (ψωμάκια) που αγόραζε από τον φούρνο και τα πουλούσε σε εργάτες των εργοστασίων. Ο κυρ Σταύρος διατηρούσε τα ψωμάκια ζεστά μέσα σε ένα διαφανές κασελάκι, με τζαμάκια γύρω γύρω, που είχε στο κάτω μέρος ένα συρτάρι με αναμμένα κάρβουνα».