«Από μικρός πελεκάω ξύλα. Τι σχέδια φτιάχνω; Ότι κινάει το μυαλό μου. Στην αρχή έφτιαχνα κουτάλες και μαγκούρες, μετά άρχισε να αυγαταίνει η δουλειά με τασάκια και σκαφιδάκια. Από τη νύχτα σκέφτομαι τι θα φτιάξω μόλις ξυπνήσω το πρωί. Η γυναίκα μου φωνάζει να σταματήσω, εγώ όμως δουλεύω, γιατί θέλω να δίνω κάθε μέρα στα εγγόνια μου πατατάκια και γαριδάκια. Δεν μπορώ να σταθώ αν δεν δουλέψω, ακόμα και την Κυριακή, ακόμα κι αν δεν κερδίζω τίποτα. Περνάει κι η ώρα έτσι, πότε φωτάει, πότε νυχτώνει, δεν το καταλαβαίνω καθόλου».