Ξοδεύει τουλάχιστον σαράντα ώρες σκληρής δουλειάς για να φτιάξει ένα κόσμημα από τιτάνιο.

«Πριν από λίγο καιρό με σύστη­σαν σε μία 70χρονη γυναί­κα. Μόλις έπιασε το χέρι μου για να με χαιρετήσει, είπε: Τι ωραίο δαχτυλίδι είναι αυτό που φοράς, μου αρέσει πολύ. Θα φορούσατε ένα τέτοιο δαχτυλίδι; τη ρώτησα. Οπωσ­δήποτε ναι, μου απάντησε. Συνήθως οι ηλικιωμένες γυναίκες φορούν μπρι­γιάν και χρυσά κοσμήματα, αυτή όμως είχε δυναμικό χαρακτήρα και την τράβηξε το δαχτυλίδι από τιτάνιο».

Περισσότερα...

Το τρένο περνάει σχεδόν πάνω από το σπίτι του μυλωνά.

«Γιατί κλαις πατέρα, με ρώτησαν τα παιδιά μου κάποτε που πήγαμε στην Αθήνα. Δεν κλαίω εγώ, τα μάτια μου κλαίνε από τις σκόνες και τα καυσαέρια, τους είπα. Έμεινα σαράντες μέρες στο νοσοκομείο και ούτε το νερό δεν μπορούσα να πιω. Δεν μου αρέσει το νερό στις δεξαμενές και στα νάιλον μπουκάλια. Είπα πώς και πώς να γυρίσω στο σπίτι μου δίπλα στο ποτάμι. Όταν πρωτοήρθα να ζήσω εδώ με πείραζε ο θόρυβος των νερών, μετά συνήθισα. Στα εγγόνια μου δεν αρέσει πολύ εδώ, επειδή έχει μοναξιά. Ούτε ρωτάνε πώς δουλεύει ο νερόμυ­λος. Μόνο για τα σκυλιά νοιάζονται, όλο κόκα­λα μαζεύουν και τα ταΐζουν».

Περισσότερα...

Η πόρτα και το παράθυρο άνοιξαν μόνο για τις ανάγκες της φωτογράφησης, επειδή το φως βλάπτει τα κρασιά

«Ο πατέρας μου μέχρι το 1974 έκανε 80-100 τόνους κρασί τον χρόνο και το έπαιρναν όλο οι Γάλλοι μέχρι σταγόνας. Εμείς το λέγαμε "μουρούκα" κι εκείνοι μπορντό. Κουβαλούσαμε το κρασί για τους Γάλλους με 100-200 ζώα φορτωμένα με τέσσερα τουλούμια (ασκούς κατσίκας) το καθένα. Τα πηγαίναμε στον γιαλό των Φηρών, όπου τα αδειάζαμε σε βαρέλια. Μετά πλέναμε τα τουλούμια με θαλασσινό νερό, επειδή ήταν από δέρμα για να συντηρηθούν για την επόμενη φορά».

Περισσότερα...

Από την αρχαιότητα το οροπέδιο της Μαντινείας έχει αμπελώνες.«Αφήνω τα κλειδιά στην πόρτα για να μπαίνουν οι φίλοι μου. Δεν με νοιάζει αν μπει κανένας ξένος στο οινοποιείο και πάρει κάνα δυο κιλά κρασί. Απελευθερώθηκα από το άγχος της ιδιοκτησίας, ούτε καν σκύλο δεν χρειάζομαι για να με προστατεύει. Είχα έναν που γάβγιζε και φόβιζε τον κόσμο, γι’ αυτό τον λόγο τον έδωσα σ’ ένα φίλο».

Περισσότερα...

Προσηλωμένος σε ανεπαίσθητες λεπτομέρειες διαχειρίζεται το φως.

«Ξύπνησα ένα πρωί και βρήκα δίπλα στο μαξιλάρι μου μια μικρή φωτογραφική μηχανή, που μου χάρισε ένας θείος μου φωτογράφος. Βγήκα αμέσως στη γειτονιά και τράβηξα όλες τις φωτογραφίες. Θυμόμουν ότι δεν πρέπει να πάρει φως το φιλμ, γι’ αυτό τον λόγο κλείστηκα σε μια ντουλάπα και το ξεδίπλωσα, νομίζοντας ότι έτσι θα δω τις εικόνες. Δεν έβλεπα όμως στο σκοτάδι και άνοιξα λίγο την πόρτα της ντουλάπας, αλλά ούτε τότε τις είδα. Απογοητευμένος πήρα τον δρόμο για τον φωτογράφο της γειτονιάς, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Του έδειξα το ξεδιπλωμένο φιλμ και εκείνος αντί να μου δώσει φωτογραφίες, μου έδωσε μια μούντζα. Επί χρόνια μού το χτύπαγε, πιο πολύ όταν έγινα γνωστός φωτογράφος».

Περισσότερα...

Οι συναυλίες τους αποτελούν μοναδική μυσταγωγία.

«Ξεκίνησα με αφέλεια και ρομαντισμό. Νόμιζα ότι μέσω της μουσικής θα μοιραζόμουν με τους άλλους φιλία, πόνο και χαρά, αλλά απογοητεύτηκα. Μερικοί χρησιμοποι­ούν τη μουσική σαν όπλο και πολεμούν μεταξύ τους. Εμείς δεν έχουμε σχέση μ’ αυτά. Τραγουδάμε με τα μάτια κλει­στά και δεν κοιτάμε τις κάμερες, όταν αυτές στρέφονται επάνω μας».

Περισσότερα...

Λατρεύει την ελιά επειδή είναι δύσκολο ξύλο και δεν τιθασεύεται εύκολα.

«Από μικρή όταν έβλεπα ένα δέντρο ελιάς έφερνα στο μυαλό μου τα στεφάνια της αρχαιότητας. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι το 2004, τότε που με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων, η Ακαδημία Αθηνών μού ζήτησε να φτιάξω δυο στεφανάκια γάμου από κλαδιά ελιάς. Ήθελαν να τα εντάξουν στην έκθεση με τίτλο "Ελιάς Εγκώμιο", που συνέδεε την ελιά με τη γέννηση, τον γάμο και τον θάνατο».

Περισσότερα...

Πάντα ευγενική και εξυπηρετική.

«Παλιά ήρθε ένας κύριος να νοικιάσει το μαγαζί και μας είπε: Θα το κάνω καφετέρια, θα φαίνεται μοντέρνο, θα βάλλω μάρμαρα, θα σας δώσω νοίκι δύο εκατομμύρια δραχμές. Εμείς, όμως, δεν δεχτήκαμε. Από το 1947 έχουμε το μαγαζί και έχουμε δεθεί πολύ μ’ αυτό. Εξ’ άλλου αν το αφήναμε με τι θα ασχολιόμασταν;».

Περισσότερα...

Ανάμεσα στα αντικείμενα που φτιάχνει είναι και εξαιρετικά ξύλινα σκάκια.

«Ρώτησα πιο είναι το πιο νότιο μέρος της Ευρώπης και μου είπαν η νότια Κρήτη. Έψαχνα να βρω έναν καλό τόπο για να ζήσω, που να κάνει ζέστη και να έχει ήλιο όλο τον χρόνο. Ονειρευόμουνα ένα σπίτι μακριά από πόλεις, που να έχει κοντά μια πηγή νερού και δέντρα. Στο πρώτο σπίτι που βρήκα δεν είχε ούτε ρεύμα, μόνο ένα τζάκι στη γωνιά. Για να ψήσω καφέ κάθε πρωί άναβα ξύλα, σιγά-σιγά όμως αγόρασα ένα πετρογκάζ από το μαγαζί του χωριού».

Περισσότερα...

Κρατάει ζωντανή την τέχνη της αργυροχοΐας από παιδί.

«Δεν είμαι αργυροχρυσοχόος, αλλά σκέτο αργυροχόος. Από μικρός δεν τα πήγαινα καλά με τα γράμματα, ήταν και το πολύ ξύλο που τρώγαμε από τους δασκάλους. Το 1971 κατέβηκα στην Αθήνα και μαθήτευσα επί δυόμισι χρόνια δίπλα σε έναν Γιαννιώτη τεχνίτη. Τον θυμάμαι να με συμβουλεύει: Bάλε 70% καλλιτεχνία και 30% παραγωγή. Είχε δίκιο, αν έβαζα 100% τέχνη δεν θα έβρισκα ούτε έναν αγοραστή τον χρόνο, ενώ αν έδινα  μεγαλύτερο βάρος στην παραγωγή δεν θα κρατούσα την τέχνη ζωντανή».

Περισσότερα...

Φτιάχνει σφυρίκια όπως οι αρχαίοι Έλληνες

«Για να κατανοήσεις μια τέχνη πρέπει να τη μελετήσεις από τις ρίζες της. Γι' αυτό ταξίδεψα πολλές φορές στο Θραψανό Ηρακλείου, που είναι το κέντρο των πιθαράδων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Πήγα και στις Μαργαρίτες Ρεθύμνου, όπου μαθήτευσα δίπλα στο Νικόλαο Καυγαλάκη, τον αποκαλούμενο Μαστοροκαυγαλάκη. Καλός τεχνίτης και άνθρωπος, ένα τον ρωτούσα και δέκα μου έλεγε. Σε άλλους ρωτάς ένα και σου λένε μισό. Εκπαιδεύτηκα και στο Χαροκοπιό, τα Βουνάρια και τους Κόμπους Κορώνης, δίπλα στον Γεώργιο Αγγελόπουλο. Εκεί φτιάχνουν πιθάρια με δικό τους μόνο χώμα και εντελώς πρωτόγονη τεχνική, καθώς δεν χρησιμοποιούν τροχό. Αντί να γυρίζει το πιθάρι γυρίζουν οι πιθαράδες γύρω απ’ αυτό».

Περισσότερα...

Ο Τόλης ο τσέλιγκας εκτρέφει πρόβατα σπάνιας ράτσας «κομισάνα».

«Δεν ευκαιρώ ούτε στα Γιάννινα να πάω για καφέ. Ασχολούμαι με τα ζώα 25 ώρες το 24ωρο, αν τα αφήσω μ’ άφησαν. Δεν είμαι σαν τους δημόσιους υπαλλήλους που παίρνουν άδεια και άντε γεια. Ο πρωθυπουργός έχει περισσότερο χρόνο από μένα». Ο Τόλης Ψόχιος είναι ο τελευταίος τσέλιγκας στο ιστορικό Συρράκο, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.200 μέτρων στην πλαγιά του όρους Περιστέρι της ανατολικής Ηπείρου.

Περισσότερα...

Μικρή η παραγωγή του, αλλά αγνή και εκλεκτή.

«Κάθε βράδυ, μετά τη δύση του ήλιου, πίσω από το Μαίναλον, σταματάει να φυσάει και ο τόπος αποκτάει μια τρομερή γαλήνη. Το μόνο που ακούγεται είναι τα βατράχια που ζουν στις γύρω μικρές λίμνες. Το βράδυ της Κυριακής οι φωνές των βατραχιών αναμειγνύονται με τον ήχο των αυτοκινήτων, που ακούγονται μακριά από τη δημοσιά, καθώς επιστρέφουν στην Αθήνα».

Περισσότερα...

Βγάζει έντιμα το ψωμί του με το σκαρπέλο και προάγει μια σπάνια τέχνη που τείνει να χαθεί.

«Νεαρός δούλεψα σε παραδοσιακό εργαστήριο ξυλογλυπτικής στο Παγκράτι της Αθήνας με καλό μισθό 20.000 δραχμές την βδομάδα, αλλά δεν κάθισα πάνω από έναν χρόνο, επειδή δεν δίνανε πολλή σημασία στις λεπτομέρειες. Έπιασα δουλειά σε ένα άλλο εργαστήριο στο Μετς με 6.000 τη βδομάδα, όπου δεν τους ξέφευγε η απρόσεκτη δουλειά. Προτίμησα να βγάζω λιγότερα και να μαθαίνω περισσότερα. Τα σημερινά παιδιά φτιάχνουν κάτι και θέλουνε να τα κονομήσουν αμέσως, δεν κοιτάνε να κλέψουν από την εμπειρία των άλλων».

Περισσότερα...

Στο Πέραμα του Πειραιά βρίσκεται μια υποβαθμισμένη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, στην οποία δουλεύουν λίγες χιλιάδες εργάτες. Η δουλειά εκεί είναι πολύ σκληρή και επικίνδυνη, με αποτέλεσμα να χάνονται κάθε τόσο ζωές. Τα εργατικά σωματεία είναι πανίσχυρα και δεν επιτρέπουν την παραμικρή παράβαση της εργατικής νομοθεσίας από τη μεριά των εργοδοτών. Προτιμούν να πεθάνουν της πείνας, παρά να χάσουν δικαιώματα που κατοχύρωσαν μετά από θυσίες. Οι ελάχιστοι άνθρωποι που βρίσκουν ενδιαφέροντα τα ναυπηγεία είναι οι φωτογράφοι, επειδή εκεί περισσεύουν τα θλιμμένα χρώματα, τα σκαμμένα πρόσωπα και τα μισοβυθισμένα σκαριά που πεθαίνουν στα βρώμικα νερά.

Περισσότερα...