«Δημιουργήσαμε τη διασωστική ομάδα μας το 2001, με σκοπό να βοηθούμε ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο. Η πρώτη μας αποστολή ήταν μια χειμωνιάτικη βραδινή περιπολία στο Μαίναλον. Πηγαίναμε σιγά σιγά στους χιονισμένους δρόμους του βουνού με το ιδιωτικό αυτοκίνητο ενός συντρόφου μας, κοιτάζοντας μήπως βρούμε κανέναν άνθρωπο αποκλεισμένο από τα χιόνια».
Το χιονοδρομικό κέντρο της Οστρακίνας βρίσκεται σε οροπέδιο της ψηλότερης κορυφής του Μαινάλου, η οποία έχει υψόμετρο 1.981 μέτρων. Διαθέτει ορειβατικό καταφύγιο και τέσσερις χιονοδρομικές πίστες, που ξεκινούν από τα 1.650 και φτάνουν στα 1.850 μέτρα. Το Μαίναλο έχει πάνω από 50 κορυφές και υμνήθηκε για την απαράμιλλη ομορφιά του από τον Γκαίτε, ενώ υπήρξε λίκνο της Επανάστασης του 1821 εναντίον των Οθωμανών. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία εκεί έζησε ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας.
«Ο πατέρας μου έχει πάθος με τα βουνά και τα χιόνια. Από μωρό σαράντα ημερών με κουβαλούσε στους ώμους και με πήγαινε σε ψηλές κορυφές. Η μητέρα μου δεν το ήθελε αυτό, αλλά έκανε υπομονή, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Έτσι κι εγώ απόκτησα το ίδιο πάθος. Ακόμα και η γυναίκα μου πέρασε από εξετάσεις πριν την παντρευτώ, έπρεπε πρώτα να αγαπήσει το χιόνι και να μάθει σκι».
«Ο παραπροπάππος μου ερχόταν από την Κρήτη και λόγω μεγάλης θαλασσοταραχής έπιασε το καράβι που τον μετέφερε στον Καβομαλιά. Πέρασε μεγάλη περιπέτεια που τη διηγιόταν συνέχεια τα επόμενα χρόνια, σε σημείο που του έβγαλαν το παρατσούκλι Μαλέας. Γι’ αυτό με λένε και μένα Μαλέα».
«Αφήνω τα κλειδιά στην πόρτα για να μπαίνουν οι φίλοι μου. Δεν με νοιάζει αν μπει κανένας ξένος στο οινοποιείο και πάρει κάνα δυο κιλά κρασί. Απελευθερώθηκα από το άγχος της ιδιοκτησίας, ούτε καν σκύλο δεν χρειάζομαι για να με προστατεύει. Είχα έναν που γάβγιζε και φόβιζε τον κόσμο, γι’ αυτό τον λόγο τον έδωσα σ’ ένα φίλο».
Στα τέλη Αυγούστου γίνεται στο Λεωνίδιο η γιορτή της μελιτζάνας, όπου πάνω από ένας τόνος τσακώνικες μελιτζάνες μαγειρεύονται σε αμέτρητες παραλλαγές. Το βράδυ της γιορτής ειδικοί γευσιγνώστες βραβεύουν το καλύτερο φαγητό και μετά στήνεται λαϊκό γλέντι και φαγοπότι, που φτάνει μέχρι το πρωί.
Χιλιάδες ντόπιοι και ξένοι επισκέπτες παρελαύνουν μπροστά από πάγκους, που είναι στρωμένοι με εκατοντάδες ταψιά και κατσαρόλες, και δοκιμάζουν μια απίστευτη ποικιλία συνταγών μελιτζάνας. Οι γυναίκες του Λεωνιδίου έχουν την τιμητική τους εκείνη την ημέρα και τα καταφέρνουν πολύ καλά. Οι Τσακώνισσες είναι φινετσάτες κυρίες με φαντασία, που εκτός από μαγειρικές ικανότητες διαθέτουν και έντονη προσωπικότητα.
«Τι λένε μπαμπά αυτοί οι άνθρωποι; Δεν τους καταλαβαίνω». «Είναι Τσάκωνες παιδί μου, μια φυλή ανθρώπων που ζουν πίσω από τον κόσμο. Ο άνθρωπος κοντεύει να πάει στο φεγγάρι κι αυτοί μιλούν ακόμα τσακώνικα. Δεν βρίσκεται κάποιος να τους μάθει ελληνικά; Απορώ πότε επιτέλους θα έρθει η εξέλιξη σ’ αυτόν τον τόπο».
«Κάθε βράδυ, μετά τη δύση του ήλιου, πίσω από το Μαίναλον, σταματάει να φυσάει και ο τόπος αποκτάει μια τρομερή γαλήνη. Το μόνο που ακούγεται είναι τα βατράχια που ζουν στις γύρω μικρές λίμνες. Το βράδυ της Κυριακής οι φωνές των βατραχιών αναμειγνύονται με τον ήχο των αυτοκινήτων, που ακούγονται μακριά από τη δημοσιά, καθώς επιστρέφουν στην Αθήνα».
«Νεαρός δούλεψα σε παραδοσιακό εργαστήριο ξυλογλυπτικής στο Παγκράτι της Αθήνας με καλό μισθό 20.000 δραχμές την βδομάδα, αλλά δεν κάθισα πάνω από έναν χρόνο, επειδή δεν δίνανε πολλή σημασία στις λεπτομέρειες. Έπιασα δουλειά σε ένα άλλο εργαστήριο στο Μετς με 6.000 τη βδομάδα, όπου δεν τους ξέφευγε η απρόσεκτη δουλειά. Προτίμησα να βγάζω λιγότερα και να μαθαίνω περισσότερα. Τα σημερινά παιδιά φτιάχνουν κάτι και θέλουνε να τα κονομήσουν αμέσως, δεν κοιτάνε να κλέψουν από την εμπειρία των άλλων».
«Σπούδασα οικονομικά και είχα σαν όνειρο να ασχοληθώ με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά κατέληξα λογιστής σ’ ένα συνεταιρισμό υδραυλικών. Δεν μου άρεσε αυτή η δουλειά, ούτε και η Αθήνα, την οποία έψαχνα ευκαιρία να εγκαταλείψω. Δεν ένοιωθα ελεύθερος σ’ αυτή την πόλη, δεν μπορούσα να αφομοιώσω τις παραστάσεις και τα μηνύματα, ήμουν σαν χαμένος. Στα 28 χρόνια μου συνειδητοποίησα οριστικά ότι τα έχω πάρει όλα λάθος και αποφάσισα να μηδενίσω το κοντέρ. Τέρμα οι γνώσεις που είχα αποκτήσει μέχρι τότε, τέρμα και οι δουλειές που δεν έδιναν νόημα στη ζωή μου».
«Τα έλατα που καίμε στο τζάκι πετούν σπίθες. Γι’ αυτό τον λόγο στρώναμε στο χειμωνιάτικο δωμάτιο σαΐσματα από μαλλί γίδας, που δεν καίγονται αν πέσει φωτιά επάνω τους. Στη μια γωνιά του δωματίου κοιμόταν σ’ ένα ψηλό στρώμα ο παππούς με τη γιαγιά και δίπλα στρωματσάδα τα εγγόνια. Το αντρόγυνο κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα με το μωρό. Όταν αυτό μεγάλωνε μετακόμιζε στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, για να πάρει τη θέση του δίπλα στους γονείς το επόμενο μωρό».
«Γύρισα στα Μαγούλιανα μετά από πολλά χρόνια ξενιτιάς στην Αμερική. Είμαι ομορφόπαιδο, τσαχπίνης και μπίζνεσμαν. Άνοιξα αυτό το πολυκατάστημα σαν καφενείο, ξενοδοχείο, ταβέρνα και κουρείο, όλα μαζί». Το μαγαζί του πανέξυπνου Τζίμη Γόντικα βρίσκεται κάτω από έναν πελώριο πλάτανο, που σκεπάζει απ’ άκρη σ’ άκρη την μικροσκοπική πλατεία του χωριού. Κάτω από τον ίδιο πλάτανο κατάστρωνε τα σχέδια της επανάστασης πριν 200 χρόνια ο Κολοκοτρώνης μαζί με τον Μαγουλιανίτη πρώτο υπασπιστή του Φώτη Χρυσανθακόπουλο ή Φωτάκο.
«Από μικρός πελεκάω ξύλα. Τι σχέδια φτιάχνω; Ότι κινάει το μυαλό μου. Στην αρχή έφτιαχνα κουτάλες και μαγκούρες, μετά άρχισε να αυγαταίνει η δουλειά με τασάκια και σκαφιδάκια. Από τη νύχτα σκέφτομαι τι θα φτιάξω μόλις ξυπνήσω το πρωί. Η γυναίκα μου φωνάζει να σταματήσω, εγώ όμως δουλεύω, γιατί θέλω να δίνω κάθε μέρα στα εγγόνια μου πατατάκια και γαριδάκια. Δεν μπορώ να σταθώ αν δεν δουλέψω, ακόμα και την Κυριακή, ακόμα κι αν δεν κερδίζω τίποτα. Περνάει κι η ώρα έτσι, πότε φωτάει, πότε νυχτώνει, δεν το καταλαβαίνω καθόλου».
«Κάποτε ήρθε στο μαγαζί μου ένας δικαστικός που υπηρετούσε στο Ναύπλιο, αλλά δεν μου δήλωσε την ιδιότητά του. Για να μη χαλάσω μια βαφή που έφτιαχνα εκείνη τη στιγμή αναγκάστηκα να τον καθυστερήσω για λίγα λεπτά κι αυτός θύμωσε. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ο εισαγγελέας εφετών, μου είπε. Και τι με νοιάζει εμένα, εγώ είμαι ο εισαγγελέας των στιλβωτών, του απάντησα. Τον εντυπωσίασε η απάντησή μου γιατί ήταν υπερήφανη κι από εκείνη τη στιγμή έγινε πελάτης και φίλος μου».