Μία από τις ελάχιστες μεγάλες ναυπηγήσεις στο Πέραμα σε εξέλιξη.

«Αν δεν είχαμε τα σωματεία θα είχαμε πεθάνει. Η δική μας δουλειά δεν έχει σχέση με τους δημόσιους υπάλληλους. Κάτι σωματεία σαν την ΑΔΕΔΥ δεν τα λογαριάζουμε εμείς, αυτά είναι κινήματα του καναπέ, που έβαλαν τα κόμματα μέσα στον συνδικαλισμό για να καταστρέψουν τον αγώνα του αληθινού εργάτη».

Περισσότερα...

Παίζει συχνά λαούτο στο καΐκι του και τον συντροφεύει ο γιος του Αντώνης με το βιολί του.

«Δεν φοβάμαι καθόλου τη θάλασσα και ούτε μου περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να πνιγώ. Αν δεν τη βλέπω έστω κι από μακριά με πιάνει κάτι σαν φοβία και νομίζω ότι πεθαίνω. Μια φορά με πήγαν στην Παναγία Σουμελά στη Μακεδονία και μετά βίας άντεξα στα βουνά και δεν τρελάθηκα. Μάλλον η Παναγία έβαλε το χέρι της και με έσωσε».

Περισσότερα...

Συνεχώς περιποιούνται και πεταλώνουν τα άλογά τους, γιατί μ’ αυτά τα ζώα βγάζουν το ψωμί τους.

Μετά τις τεράστιες φωτιές της Πελοποννήσου το 2007 ολόκληρη η Ελλάδα περίμενε σαν σωτήρες τους δασεργάτες που στρώνουν φράγματα με κορμούς δέντρων στις πλαγιές των καμένων βουνών για να ανακόψουν τα νερά των βροχών. Πόσοι αναρωτήθηκαν από πού κατάγονται αυτοί οι άνθρωποι και πώς έμαθαν  αυτή τη δουλειά;

Περισσότερα...

Τον μαγεύουν τα δέντρα και η αξεπέραστη ποικιλία των κλαδιών τους.

«Σπούδασα οικονομικά και είχα σαν όνειρο να ασχοληθώ με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά κατέληξα λογιστής σ’ ένα συνεταιρισμό υδραυλικών. Δεν μου άρεσε αυτή η δουλειά, ούτε και η Αθήνα, την οποία έψαχνα ευκαιρία να εγκαταλείψω. Δεν ένοιωθα ελεύθερος σ’ αυτή την πόλη, δεν μπορούσα να αφομοιώσω τις παραστάσεις και τα μηνύματα, ήμουν σαν χαμένος. Στα 28 χρόνια μου συνειδητοποίησα οριστικά ότι τα έχω πάρει όλα λάθος και αποφάσισα να μηδενίσω το κοντέρ. Τέρμα οι γνώσεις που είχα αποκτήσει μέχρι τότε, τέρμα και οι δουλειές που δεν έδιναν νόημα στη ζωή μου».

Περισσότερα...

Η Νήσος Ιωαννίνων μοιάζει σαν ζωγραφιά επάνω στα νερά της Παμβώτιδας λίμνης.

«Δεν υπήρχαν παλιά μπότες και αδιάβροχα, ένα παλιομάλλινο φορούσαμε και βγαίναμε για ψάρεμα. Πώς διάολο αντέξαμε και δεν πάθαμε ρευματισμούς από την υγρασία; Δεν έχεις ιδέα πόσο κρύο έκανε, σπάγαμε με τα κουπιά τον πάγο στη λίμνη για να βγάλουμε τα δίχτυα. Τώρα έχουν μηχανάκια και τον σπάνε».

Περισσότερα...

 

Η αγάπη του για τα άλογα τον κρατάει στο χωριό του.«Μιλάμε για φτώχεια. Νομίζεις ότι τρώνε λίγο τα άλογα; Πώς να τα ταΐσω; Το καθένα τρώει ένα τόνο κριθάρι τον χρόνο, χώρια τα άχυρα. Για να αγοράσω ένα άλογο δεν με φτάνουν τρεις χιλιάδες ευρώ, συν πεντακόσια το σαμάρι και τα λουριά του. Το φθηνότερο αλυσοπρίονο έφτασε τα χίλια ευρώ. Όλα τα χρόνια μου θυμάμαι τυράννια και τίποτα άλλο».

Περισσότερα...

Μαγικό χωριό γεμάτο ξυστά έργα τέχνης. Οι κόκκινες πινελιές από τα ντοματάκια που αποξηραίνονται συμπληρώνουν ιδανικά το κάδρο.

«Τα σπίτια εδώ συναγωνίζονται ποιο έχει τις ομορφότερες ζωγραφιές στην πρόσοψή του. Τις φτιάχνουμε ξύνοντας τον τοίχο, γι’ αυτό και τα λέμε ξυστά. Υπάρχουν ειδικοί μαστόροι σοβατζήδες που κάνουν αυτή τη δουλειά και έχουν άμιλλα μεταξύ τους. Δεν έχουν όλοι το ίδιο ταλέ­ντο, αλλά έχουν την ίδια αγάπη για την τέχνη».

Περισσότερα...

Ο χαρκιάς (σιδεράς) με ένα μαναράκι (τσεκουράκι) στο χέρι.

Αν περάσεις μέσα από ένα χωριό του Αμαρίου και σταματήσεις για να ζητήσεις κάποια πληροφορία, σίγουρα θα σου πουν: «Κάτσε επαέ να πιούμε μια ρακί». Ο Γιώργης Σαρρής, από το χωριό Κουρούτες, είναι χαρκιάς, δηλαδή σιδηρουργός. Το μαγαζί του είναι επάνω στον δημόσιο δρόμο κι όποιος ταξιδιώτης του απευθύνει τον λόγο, ο Γιώργης τον κερνάει κάτι τι στο διπλανό καφενείο. Ο καφετζής έχει βγάλει ένα μακρόστενο πάγκο στο πεζοδρόμιο, όπου ο χαρκιάς με τους φίλους του κάθονται και αγναντεύουν τις κορυφές του Ψηλορείτη, που βρίσκονται φάτσα μπροστά τους σε απόσταση αναπνοής.

Περισσότερα...

Χαρακτηριστική επέλαση που μοιάζει με χορευτική φιγούρα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.

«Δεν σταματούσα ποτέ να παίζω ποδό­σφαιρο. Ακόμα και σαν παίχτης του Παναθηναϊκού έπαιζα μπάλα το πρωί στον δρόμο και το απόγευμα στο πρω­τάθλημα. Κουραζόταν πιο πολύ το μυαλό παρά τα πόδια μου. Έπρεπε να φτιάξω το παιχνίδι, να στείλω μπαλιές στον Αντωνιάδη, να αποφύγω τα χτυπήματα. Όταν γυρνούσα από τον αγώνα στο σπίτι δεν ήθελα για μια ώρα να μου μιλάει κανείς, για να ξεκουραστεί το μυαλό μου».

Περισσότερα...

Μόνος στην ερημιά επί 18 χρόνια.

Το όνομά του στα αλβανικά είναι Αλή, αλλά οι Έλληνες τον φωνάζουν Αλέξη. Κατάγεται από το Λίμπραζντ της Αλβανίας και ζει 18 χρόνια στην Ελλάδα, τα περισσότερα απ’ αυτά στις εκβολές του Αλιάκμονα ποταμού, όπου βόσκει πρόβατα. Εργάζεται στην καρδιά ενός βιότοπου, σε συνθήκες απόλυτης ερημιάς και μοναξιάς, μακριά από τους ανθρώπους, αλλά δίπλα σε αμέτρητα πουλιά και άλλες άγριες μορφές ζωής.

Περισσότερα...

Δεν κερδίζει τίποτα από το παντοπωλείο, το κρατάει μόνο για να διατηρεί τις κοινωνικές επαφές του.

«Φτιάχνω τσίπουρο 19 βαθμών με δύο βράσεις. Μου αρέσει πιο πολύ το τράγιο, σκέτο και τσουχτερό. Είναι αδρύ (βαρύ) και δεν ασπρίζει όπως το ούζο όταν του ρίχνεις νερό. Νόστιμο είναι και το γλυκατζάτο τσίπουρο με λίγο γλυκάνισο μέσα. Τα σερβίρω στους ελάχιστους πελάτες μου με στραγαλάκι, λάχανο βρασμένο και ψάρι κονσέρβα».

Περισσότερα...

Κάνει έντιμη πρωτογενή εργασία και παράγει αγνό κρέας και γάλα.

«Τι σκέφτομαι όταν βοσκάω τα γίδια; Σκέ­φτομαι κανένα λύκο μήπως τα φάει, κανέ­ναν ίσκιο να μπω από κάτω, τι άλλο να σκεφτώ; Πέρσι μου έφαγαν οκτώ κεφάλια κι ένα σκύλο. Κάποτε είδα τις γίδες να πηδάνε. Ο λύκος είχε δαγκώσει μια στο λαιμό κι ήταν έτοιμος να τη φάει, αλλά τη γλίτωσαν τα σκυλιά. Άλλοτε ήμουν ξαπλωμένος σ’ ένα φράχτη κι άκουσα θόρυβο. Σηκώνομαι και τι να δω; Ένας λύκος σταματημένος κόκαλο. Σκιάχτηκα εγώ, σκιά­χτηκε κι εκείνος. Έβαλα φωνή κι έφυγε, αλλά μετά ξαναγύρισε από πίσω για να φάει το κοπά­δι. Πάντα έτσι κάνει, γιατί είναι έξυπνος».

Περισσότερα...

 Η παλέτα του αγιογράφου, που μετατρέπει γυμνούς τοίχους σε μνήμες Αγίων.

«Ο παπάς στο χωριό μου, το Πληκάτι Ιωαννίνων, ζωγράφιζε εικόνες. Έφτιαξα κι εγώ δίπλα του μια Παναγίτσα, την οποία έδειξα κάποτε στον δάσκαλο αγιογραφίας στην Αθήνα Νίκο Στρατούλη. Μόλις την είδε μου έκανε το ερώτημα: Τι θες να γίνεις, ζωγράφος ή αγιογράφος; Κόλλησα, τι να του πω τώρα; Μήπως δεν του άρεσε η απάντησή μου και μου έλεγε πάρε δρόμο; Του είπα αγιογράφος για να τον ευχαριστήσω. Με κοίταξε με ικανοποίηση και είπε: Έλα τη Δευτέρα και κράτα μαζί σου ένα παλιό παντελόνι για να μη λερωθείς στις σκαλωσιές. Αν του είχα πει ότι θέλω να γίνω ζωγράφος, ποιος ξέρει πού θα ήμουν τώρα».

Περισσότερα...

Παπάς ευσεβής και λεβέντης, που υποστηρίζει με σθένος τις απόψεις του.

Ο Κυριάκος Λίτινας είναι ιερέας στην Αγία Παρασκευή της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνου. Είναι πολύ αγαπητός άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης, που πασχίζει το ίδιο σκληρά με το ποίμνιό του να τα φέρει βόλτα στη ζωή. Οι κάτοικοι του χωριού είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και όλοι μαζί ούτε που γεμίζουν ένα εκκλησάκι. Ψάλτης του χωριού επί πολλά χρόνια είναι η Καλλιόπη Κανακάκη, καθώς δεν υπάρχει άντρας να κάνει αυτή τη δουλειά.

Περισσότερα...

Μύρινα Λήμνου (Φωτογραφία του Χρήστου Καζόλη).

«Ξεκίνησα να φωτογραφίζω το νησί το 1987. Εκείνη την εποχή διέμενα στην Αθήνα και ήθελα να αποδείξω σε όλους όσους συναναστρεφόμουν ότι η Λήμνος είναι ένας όμορφος τόπος και άδικα τον κατηγορούσαν και τον παρουσίαζαν ως ένα άγονο μέρος που κατοικείται μόνο από φαντάρους». 

Περισσότερα...