Θα καταγραφεί με χρυσά γράμματα στη μουσική ιστορία της Κρήτης.

Από παιδάκι είχε κλίση στη μουσική ο λυράρης Μανώλης Διαμαντάκης, από το χωριό Φουρφουρά της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνου, αλλά δεν είχε λύρα ούτε δοξάρι. Για ξεκίνημα έφτιαξε μόνος του ένα λυράκι της κακιάς ώρας από απιδιά, με χορδές από δερμάτινα λουριά. Στο δοξάρι έβαλε τρίχα από ουρά αλόγου και πάλευε να παίξει. Αντί για ρετσίνι έτριβε τις τρίχες με φύλλα από ακονιζέ, χαμηλό φυτό με χνουδωτό φυλλαράκι.

Περισσότερα...

Μέχρι χίλια άτομα μαζεμένα έχουν ταΐσει οι τολμηρές μαγείρισσες του Ολύμπου.

«Ήμασταν κλεισμένες, δεν ξέραμε ούτε καφετέριες ούτε πουθενά αλλού να πάμε. Έχουμε βγάλει μόνο το δημοτικό, αλλά σ’ αυτή τη δουλειά μιλάμε με μορφωμένο κόσμο. Τα φαγητά τα μάθαμε από το σπίτι, από τις γιαγιάδες και τις μανάδες μας. Έρχονται σημαντικοί άνθρωποι να φάνε εδώ. Έγινε ένα συνέδριο στο χωριό μας πριν από μερικά χρόνια και φτιάξαμε μπουφέ για χίλια άτομα. Στον συνεταιρισμό ήμασταν 130 γυναίκες, αλλά μείναμε μόνο οκτώ, οι άλλες δεν ήθελαν».

Περισσότερα...

Δάσος μαστιχόδεντρων στη Χίο.

Ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης, δημιουργός ανεπανάληπτων ταινιών με θέμα τη ζωή στα μαστιχοχώρια της Χίου, μεταξύ των οποίων το θρυλικό έργο «Το δέντρο που πληγώναμε», είναι ένας ευαίσθητος και μετρημένος καλλιτέχνης. Πιστεύει ότι οι ομορφιές του τόπου του δεν κρύβονται μόνο στις εικόνες και τις φωτογραφίες, αλλά στη σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους και με τη φύση.

Περισσότερα...

Ο μαρμάρινος πάγκος του ουζερί μεταφέρθηκε από την Αθήνα με τρένο επί Χαριλάου Τρικούπη.

«Υπήρχαν και άλλα ουζερί στο Μεσολόγγι, αλλά όχι τόσο μεγάλα και αριστοκρατικά. Από το 1901 που πρωτοάνοιξε το επισκέφτηκαν κάθε λογής άνθρωποι. Δικηγόροι, γιατροί, έμποροι, ψαράδες, αγρότες και εργάτες, όλοι μαζί στον ίδιο χώρο. Ήταν αταξικό μαγαζί, ένωνε τους πελάτες και έφερνε κοντά τον έναν στον άλλο».

Περισσότερα...

Η ιππασία στις όχθες της λίμνης αποτελεί μοναδική εμπειρία.

«Με λένε Χρήστο Ζαμπούρα, αλλά ο κόσμος γύρω από τη λίμνη Πλαστήρα με ξέρει σαν Ζαμπέτα. Πήρα την απόφαση να κατοικήσω εδώ όταν είδα ένα φυλλάδιο με φωτογραφίες που διαφήμιζε τη λίμνη. Έφτιαξα μια φάρμα με άλογα, γελάδια, ημιάγρια κουνελάκια, πρόβατα και άλλα ζώα. Έχω 15 άλογα θεσσαλικά, η καλύτερη ράτσα μετά τα αραβικά».

Περισσότερα...

Πιστός στην οικογενειακή παράδοση λειτουργεί τον φούρνο με ξύλα και όχι με ρεύμα.

«Σαν παιδάκια παίζαμε στον φούρνο της οικογένειας και μέσα από το παιχνίδι ήρθε η γνώση. Μας άγγιζε η ζωή εδώ μέσα. Τη νύχτα ο πατέρας ζέσταινε τα ξύλα για να στεγνώσουν από την υγρασία και το πρωί τα έκαιγε στον φούρνο. Η περιοχή μας είναι γεμάτη αμυγδαλιές και ελιές, τα καλύτε­ρα ξύλα, από τα οποία έπαιρνε άρωμα και το ψωμί».

Περισσότερα...

Από τη νύχτα σκέφτεται τι θα πελεκίσει μόλις ξυπνήσει το πρωί.

«Από μικρός πελεκάω ξύλα. Τι σχέδια φτιάχνω; Ότι κινάει το μυαλό μου. Στην αρχή έφτιαχνα κουτάλες και μαγκούρες, μετά άρχισε να αυγαταίνει η δουλειά με τασάκια και σκαφιδάκια. Από τη νύχτα σκέφτομαι τι θα φτιάξω μόλις ξυπνήσω το πρωί. Η γυναίκα μου φωνάζει να σταματήσω, εγώ όμως δουλεύω, γιατί θέλω να δίνω κάθε μέρα στα εγγόνια μου πατατάκια και γαριδάκια. Δεν μπορώ να σταθώ αν δεν δουλέψω, ακόμα και την Κυριακή, ακόμα κι αν δεν κερδίζω τίποτα. Περνάει κι η ώρα έτσι, πότε φωτάει, πότε νυχτώνει, δεν το καταλαβαίνω καθόλου».

Περισσότερα...

Ο Θοδωρής ανεβάζει τα μύδια για να τα καθαρίσει από τη χορτάρα της θάλασσας.

«Τα μύδια είναι ευαίσθητα στη θερμοκρασία. Η ζέστη τα σκοτώνει και το κρύο καθυ­στερεί την ανάπτυξή τους. Τα κοκορέτσια (μύδια κρεμασμένα γύρω από σχοινί) πρέπει να ακουμπάνε λίγο στον πυθμένα, για να ανεβαίνουν πάνω τα καβούρια και να τρώνε τον γόνο που τα σκεπάζει και να τα καθαρίζουν. Μέχρι 400 γραμμάρια φτά­νουν τα καβούρια και έχουν κάτι δαγκάνες που κόβουν στη μέση ολόκληρα ψάρια».

Περισσότερα...

Σφουγγαράς με σκάφανδρο συνδεδεμένο με καταδυτική μηχανή (Λαογραφικό Μουσείο Σύμης).

Κατά το 1865-70, ο ναυτικός Φώτης Μαστορίδης από τη Σύμη, που ταξίδευε με αγγλικά βαπόρια, είδε στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας πώς ανασύρουν από τον βυθό τα ναυάγια. Χρησιμοποιούσαν μια καταδυτική μηχανή, η οποία μέσω ενός λαστιχένιου σωλήνα τροφοδοτούσε το σκάφανδρο των δυτών με αέρα. Τη χειρίζονταν δύο άτομα που γύριζαν με τα χέρια ένα σιδερένιο τροχό συνδεδεμένο μ’ ένα κομπρεσέρ. Εκεί μπήκε η ιδέα στον Έλληνα ναυτικό ότι στην πατρίδα του τη Σύμη με αυτή τη μηχανή θα μάζευαν του κόσμου τα σφουγγάρια.

Περισσότερα...

Τα βουβάλια είναι σπάνιο είδος για την Ελλάδα και εκτρέφονται κυρίως στα βόρεια του νομού Σερρών.

«Το τσοπανηλίκι δεν έχει γιορτές και αργίες, γι’ αυτό τον λόγο δεν το αντέχουν τα καινούργια παιδιά. Συμφέρει οικονομικά, αλλά σε δεσμεύει. Ο γιος μου είναι φιλόλογος στις Σέρρες και η κόρη μου λογίστρια στη Θεσσαλονίκη, δεν πρόκειται να συνεχίσουν αυτή τη δουλειά. Όσο αντέξω εγώ, μετά πάει το κοπάδι».

Περισσότερα...

Ποτοποιοί της οικογένειας Σεραφείμ κάποια Πρωτομαγιά του μεσοπολέμου στη Χίο. Οι γυναίκες είναι άφαντες.

«Η φίρμα μας δημιουργήθηκε το 1863 και ονομάστηκε Απαλαρίνα από ένα παρατσούκλι που είχαν κολλήσει στον προπάππου μου. Παλιά το μαγαζί μας δεν λειτουργούσε μόνο ως ποτοποιείο, αλλά ήταν συνάμα και καφε­νείο. Οι πελάτες ήταν λίγοι και ο καθένας καθόταν στο δικό του τραπέζι. Οι ξένοι που κάθονταν προσωρινά σε κάποιο τραπέζι, σηκώνονταν αμέσως μόλις έμπαιναν οι σταθεροί πελάτες. Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν ψαράδες και κυνηγοί, οι οποίοι σαν ψεύ­τες που είναι, έλεγαν διάφορες ιστορίες και πέρναγε η ώρα».

Περισσότερα...

Κυρίες φτιάχνουν νόστιμα γλυκά στην κουζίνα αρχοντικού σπιτιού του 17ου αιώνα.

Σε μια αποθήκη στον Αγιώργη Συκούση της Χίου έχουν συγκεντρωθεί αρκετές γυναίκες και μαδάνε κόκκινα τριαντάφυλλα. Κινούν γρήγορα τα χέρια τους όπως οι ταχυδακτυλουργοί και μαζεύουν ολόκληρους σωρούς από πέταλα που προορίζονται για γλυκό. Όσο δουλεύουν δεν μένουν σιωπηλές, αλλά τραγουδούν ή λένε αιχμηρά αστεία και γελάνε κακαριστά. Είναι γυναίκες σβέλτες, που δεν αρκούνται μόνο στις δουλειές του σπιτιού, αλλά συνεργάζονται με βιοτεχνίες γλυκισμάτων για να συμπληρώσουν το οικογενειακό τους εισόδημα.

Περισσότερα...

Σύρος, η βασίλισσα των Κυκλάδων, αλλά και του λουκουμιού.

«Κάθε πρωί ερχόταν στο μαγαζί μας ο κυρ Σταύρος, την ώρα που κόβαμε το λουκούμι στα ταψιά κι έπαιρνε τους κατιμάδες (απομεινάρια) που περίσσευαν στις άκρες. Τα έβαζε μέσα σε ψαθουράκια (ψωμάκια) που αγόραζε από τον φούρνο και τα πουλούσε σε εργάτες των εργοστασίων. Ο κυρ Σταύρος διατηρούσε τα ψωμάκια ζεστά μέσα σε ένα διαφανές κασελάκι, με τζαμάκια γύρω γύρω, που είχε στο κάτω μέρος ένα συρτάρι με αναμμένα κάρβουνα».

Περισσότερα...

Η Σύμη έχει 3.000 διατηρητέα και καλά συντηρημένα σπίτια.

«Επί 44 χρόνια φωτογραφίζω τον κόσμο που επισκέπτεται το νησί. Παλαιότερα έρχονταν από τη Ρόδο στη Σύμη το πολύ δέκα τουρίστες την ημέρα, τα τελευταία χρόνια έρχονται χιλιάδες. Κάθονται μια ώρα και ξαναφεύγουν με τα καραβάκια. Τρέχω να τους φωτογραφίσω μόλις κατεβούν στο λιμάνι και τυπώνω επιτόπου τις φωτογραφίες. Τις στήνω σε πάγκους για να τις δουν καθώς φεύγουν και να τις αγοράσουν σαν αναμνηστικές. Με βοηθάει κι ο γιος μου ο Μιχάλης, που έχει βγάλει και σχολή φωτογραφίας. Από οχτώ χρονών παιδάκι κρεμάει μαζί μου φωτογραφίες σε τελάρα».

Περισσότερα...

Δοϊράνη λίμνη, το απόλυτο γαλάζιο. Μπροστά το ομώνυμο χωριό, πίσω η FYROM.

«Δυστυχώς τον πατέρα μου τον λέγανε Γιάννη κι όχι Βαρδινογιάννη, γι' αυτό τον λόγο ζω εδώ πάνω στην ερημιά. Έχω τέσσερα παιδιά, αλλά κανένα δεν διάλεξε  το επάγγελμα του κτηνοτρόφου, επειδή τα λεφτά που παίρνουμε από ένα κιλό γάλα δεν φτάνουν να αγοράσουμε ούτε ένα μικρό μπουκαλάκι νερό. Δεν είναι μόνο που οι έμποροι πουλάνε το γάλα τέσσερις φορές ακριβότερα απ' ότι το αγοράζουν, παίρνουν το βούτυρο από μέσα και μένει μόνο το νερό».

Περισσότερα...