«Το πρωί μαζεύουμε ρίγανη, ψαθόχορτο, ξύλα και άλλα υλικά που επεξεργαζόμαστε στα εργαστήρια. Μετά κάποιος παίζει φλάουτο στο δάσος κι εμείς κλείνουμε τα μάτια και περπατάμε σε ένα μονοπάτι ανάμεσα σε δυο σχοινιά ακολουθώντας τον ήχο του».
«Το πρωί μαζεύουμε ρίγανη, ψαθόχορτο, ξύλα και άλλα υλικά που επεξεργαζόμαστε στα εργαστήρια. Μετά κάποιος παίζει φλάουτο στο δάσος κι εμείς κλείνουμε τα μάτια και περπατάμε σε ένα μονοπάτι ανάμεσα σε δυο σχοινιά ακολουθώντας τον ήχο του».
«Όταν βγαίνω για ψάρεμα δίπλα μου ψαρεύουν και οι πελεκάνοι. Κάποτε άκουσα φασαρία και σηκώνοντας το κεφάλι μου τι βλέπω; Ένας πελεκάνος προσπαθεί να καταπιεί ένα ψάρι, αλλά δεν χωράει στο στόμα του και έχει μείνει το μισό απέξω. Κοιτώντας την ουρά που εξέχει να είναι μια πιθαμή φαρδιά, λέω μέσα μου ότι αυτό είναι μεγάλο ψάρι. Αφήνω τη βάρκα και πηδάω στο νερό, τσαλαβουτάω στις λάσπες, πιάνω το πουλί και του αρπάζω το ψάρι από το στόμα. Του έπεφτε πολύ του πελεκάνου, ήταν παραπάνω από τις δυνατότητές του και δεν μπορούσε να το καταπιεί, ενώ εγώ είχα τόσες ανάγκες. Μετά από λίγη ώρα πούλησα το ψάρι στο χωριό και πήρα 3.500 δραχμές. Ήταν καλά λεφτά για εκείνη την εποχή».
«Ξεκίνησα με αφέλεια και ρομαντισμό. Νόμιζα ότι μέσω της μουσικής θα μοιραζόμουν με τους άλλους φιλία, πόνο και χαρά, αλλά απογοητεύτηκα. Μερικοί χρησιμοποιούν τη μουσική σαν όπλο και πολεμούν μεταξύ τους. Εμείς δεν έχουμε σχέση μ’ αυτά. Τραγουδάμε με τα μάτια κλειστά και δεν κοιτάμε τις κάμερες, όταν αυτές στρέφονται επάνω μας».
«Για να κατανοήσεις μια τέχνη πρέπει να τη μελετήσεις από τις ρίζες της. Γι' αυτό ταξίδεψα πολλές φορές στο Θραψανό Ηρακλείου, που είναι το κέντρο των πιθαράδων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Πήγα και στις Μαργαρίτες Ρεθύμνου, όπου μαθήτευσα δίπλα στο Νικόλαο Καυγαλάκη, τον αποκαλούμενο Μαστοροκαυγαλάκη. Καλός τεχνίτης και άνθρωπος, ένα τον ρωτούσα και δέκα μου έλεγε. Σε άλλους ρωτάς ένα και σου λένε μισό. Εκπαιδεύτηκα και στο Χαροκοπιό, τα Βουνάρια και τους Κόμπους Κορώνης, δίπλα στον Γεώργιο Αγγελόπουλο. Εκεί φτιάχνουν πιθάρια με δικό τους μόνο χώμα και εντελώς πρωτόγονη τεχνική, καθώς δεν χρησιμοποιούν τροχό. Αντί να γυρίζει το πιθάρι γυρίζουν οι πιθαράδες γύρω απ’ αυτό».
Κάθε πρωί, όλες τις εποχές και ημέρες του χρόνου, το λιμάνι της Ουρανούπολης στη Χαλκιδική κατακλύζεται από άντρες, που περιμένουν το πλοίο για το Άγιο Όρος. Εκεί βρίσκεται το τέλος του «σύγχρονου» κόσμου, πέρα απ’ αυτό το σημείο δεν υπάρχουν ούτε λεωφόροι, ούτε λιμουζίνες, παρά μόνο στενά μονοπάτια. Το καραβάκι που οδηγεί στη Δάφνη περνάει δίπλα από ακτές που είναι έρημες και γαλήνιες, έτσι όπως ήταν παλαιότερα όλες οι ακτές του κόσμου, χωρίς ογκώδη κτίσματα και καμινάδες εργοστασίων.
Η ημέρα στο Άγιο Όρος ξεκινάει και τελειώνει στην εκκλησία, με τους μοναχούς να κινούνται σαν σκιές στο ημίφως και να ψέλνουν ύμνους που έχουν πλέον τελειοποιηθεί μετά από επαναλήψεις αιώνων. Στα μοναστήρια οι καλόγεροι εργάζονται σκληρά, για να ασκήσουν την πίστη τους, να φροντίσουν τα τεράστια και παμπάλαια οικοδομήματα, να θρέψουν τα στόματα και να αφουγκραστούν τον πόνο και τη χαρά των χιλιάδων προσκυνητών.
Το καραβάκι της επιστροφής από το Άγιο Όρος γλιστράει σαν έλκηθρο στη θάλασσα, αφήνοντας τον Άθωνα να προβάλλει στο βάθος, σαν σκαλοπάτι που ενώνει τη γη με τον ουρανό. Στα μάτια των σιωπηλών επιβατών τα μοναστήρια δεν μοιάζουν πλέον σαν επιβλητικά και ογκώδη κτίρια, αλλά σαν ήρεμα καταφύγια.
Η παραλία της Θεσσαλονίκης είναι αχανής και αποτελεί καταφύγιο χαλάρωσης για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της. Η ενδοχώρα της πόλης είναι σύγχρονη και πολύβουη, η παραλία όμως παραμένει γαλήνια και απαράλλαχτη στο πέρασμα του χρόνου. Όσοι έχουν ζήσει ένα διάστημα της ζωής τους στη Θεσσαλονίκη πιο πολύ απ' όλα θυμούνται τις βόλτες τους στην παραλία.
«Από την ελληνική μυθολογία και τα αρχαία αγάλματα νομίζαμε ότι οι Έλληνες θα είναι αδύνατοι και γυμνασμένοι, αλλά είδαμε πολλούς υπέρβαρους και ιδιαίτερα παιδιά. Μας έκαναν εντύπωση οι Ελληνίδες με την ομορφιά τους, που θα ήταν όμως ακόμα πιο όμορφες αν πρόσεχαν τα κιλά τους».
«Είναι πολύ εύκολο να κάνεις ένα παιδί, αλλά πολύ δύσκολο να το μεγαλώσεις σ’ αυτό τον τόπο. Όταν ήμουν νέος δούλευα τσοπάνος, μετά με τράβηξαν τα νερά και έγινα ψαράς από φτώχεια και ζόρι. Με μια βάρκα, που τη βάφω και την ξαναβάφω με μπλακ (κατράμι), μεγάλωσα τα παιδιά μου, μέχρι αυτά να φύγουν και να αναζητήσουν καλύτερη τύχη σε άλλα μέρη».
Το όνομά του στα αλβανικά είναι Αλή, αλλά οι Έλληνες τον φωνάζουν Αλέξη. Κατάγεται από το Λίμπραζντ της Αλβανίας και ζει 18 χρόνια στην Ελλάδα, τα περισσότερα απ’ αυτά στις εκβολές του Αλιάκμονα ποταμού, όπου βόσκει πρόβατα. Εργάζεται στην καρδιά ενός βιότοπου, σε συνθήκες απόλυτης ερημιάς και μοναξιάς, μακριά από τους ανθρώπους, αλλά δίπλα σε αμέτρητα πουλιά και άλλες άγριες μορφές ζωής.
«Τι σκέφτομαι όταν βοσκάω τα γίδια; Σκέφτομαι κανένα λύκο μήπως τα φάει, κανέναν ίσκιο να μπω από κάτω, τι άλλο να σκεφτώ; Πέρσι μου έφαγαν οκτώ κεφάλια κι ένα σκύλο. Κάποτε είδα τις γίδες να πηδάνε. Ο λύκος είχε δαγκώσει μια στο λαιμό κι ήταν έτοιμος να τη φάει, αλλά τη γλίτωσαν τα σκυλιά. Άλλοτε ήμουν ξαπλωμένος σ’ ένα φράχτη κι άκουσα θόρυβο. Σηκώνομαι και τι να δω; Ένας λύκος σταματημένος κόκαλο. Σκιάχτηκα εγώ, σκιάχτηκε κι εκείνος. Έβαλα φωνή κι έφυγε, αλλά μετά ξαναγύρισε από πίσω για να φάει το κοπάδι. Πάντα έτσι κάνει, γιατί είναι έξυπνος».
«Μέχρι το 1986 κάναμε όλοι μπάνιο στη λίμνη μαζί με τα παιδιά μας, δεν ξέραμε τι θα πει θάλασσα. Κατέβαινε κόσμος από τα γύρω χωριά με κάρα, με τραχτέρια και με τα πόδια, για να κολυμπήσουν και να ψαρέψουν. Τα νερά ήταν πολλά και καθαρά, μηδέν απόβλητα και σκουπίδια, ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Γιουγκοσλάβοι τα βρώμιζαν. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι Άγγλοι έπλεναν τα τραύματά τους με το νερό της λίμνης, επειδή λέγανε πως είναι ιαματικό και κλείνει τις πληγές».
«Τα μύδια είναι ευαίσθητα στη θερμοκρασία. Η ζέστη τα σκοτώνει και το κρύο καθυστερεί την ανάπτυξή τους. Τα κοκορέτσια (μύδια κρεμασμένα γύρω από σχοινί) πρέπει να ακουμπάνε λίγο στον πυθμένα, για να ανεβαίνουν πάνω τα καβούρια και να τρώνε τον γόνο που τα σκεπάζει και να τα καθαρίζουν. Μέχρι 400 γραμμάρια φτάνουν τα καβούρια και έχουν κάτι δαγκάνες που κόβουν στη μέση ολόκληρα ψάρια».