Ετικέτα: Προσωπογραφίες

  • Μαντινεία Αρκαδίας - Μαναρεύει το μοσχοφίλερο

    Μικρή η παραγωγή του, αλλά αγνή και εκλεκτή.

    «Κάθε βράδυ, μετά τη δύση του ήλιου, πίσω από το Μαίναλον, σταματάει να φυσάει και ο τόπος αποκτάει μια τρομερή γαλήνη. Το μόνο που ακούγεται είναι τα βατράχια που ζουν στις γύρω μικρές λίμνες. Το βράδυ της Κυριακής οι φωνές των βατραχιών αναμειγνύονται με τον ήχο των αυτοκινήτων, που ακούγονται μακριά από τη δημοσιά, καθώς επιστρέφουν στην Αθήνα».

  • Κωνσταντινούπολη - Ντέρτι μου να κρατηθούμε

    Δημήτρης Φραγκόπουλος, ένας σπουδαίος Ρωμιός της Κωνσταντινούπολης.

    «Τα συνέδρια που γίνονται στην Ελλάδα για ένδοξες ιστορίες, παλιές δόξες και Παλαιολόγους τα ακούσαμε, τα καταλάβαμε και τα χωνέψαμε. Το θέμα είναι από δω και πέρα τι κάνουμε για να μην εξαφανιστούμε. Οι Έλληνες της Πόλης που γύρισαν οριστικά στην Ελλάδα μάς ρωτούν γιατί δεν φεύγουμε κι εμείς. Δεν μας αρέσει καθόλου αυτή η ερώτηση. Εμείς τους ρωτήσαμε γιατί έφυγαν; Τους δικαιολογήσαμε, τους κατανοήσαμε, τους πονέσαμε, ας μην μας κρίνουν κι από πάνω».

  • Τρίπολη - Δίνει ζωή στο ξύλο

    Βγάζει έντιμα το ψωμί του με το σκαρπέλο και προάγει μια σπάνια τέχνη που τείνει να χαθεί.

    «Νεαρός δούλεψα σε παραδοσιακό εργαστήριο ξυλογλυπτικής στο Παγκράτι της Αθήνας με καλό μισθό 20.000 δραχμές την βδομάδα, αλλά δεν κάθισα πάνω από έναν χρόνο, επειδή δεν δίνανε πολλή σημασία στις λεπτομέρειες. Έπιασα δουλειά σε ένα άλλο εργαστήριο στο Μετς με 6.000 τη βδομάδα, όπου δεν τους ξέφευγε η απρόσεκτη δουλειά. Προτίμησα να βγάζω λιγότερα και να μαθαίνω περισσότερα. Τα σημερινά παιδιά φτιάχνουν κάτι και θέλουνε να τα κονομήσουν αμέσως, δεν κοιτάνε να κλέψουν από την εμπειρία των άλλων».

  • Σαντορίνη - Ψαράς και λαουτιέρης

    Παίζει συχνά λαούτο στο καΐκι του και τον συντροφεύει ο γιος του Αντώνης με το βιολί του.

    «Δεν φοβάμαι καθόλου τη θάλασσα και ούτε μου περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να πνιγώ. Αν δεν τη βλέπω έστω κι από μακριά με πιάνει κάτι σαν φοβία και νομίζω ότι πεθαίνω. Μια φορά με πήγαν στην Παναγία Σουμελά στη Μακεδονία και μετά βίας άντεξα στα βουνά και δεν τρελάθηκα. Μάλλον η Παναγία έβαλε το χέρι της και με έσωσε».

  • Λιβάδι Ολύμπου - Μόνο τα δόντια τους ασπρίζανε

    Συνεχώς περιποιούνται και πεταλώνουν τα άλογά τους, γιατί μ’ αυτά τα ζώα βγάζουν το ψωμί τους.

    Μετά τις τεράστιες φωτιές της Πελοποννήσου το 2007 ολόκληρη η Ελλάδα περίμενε σαν σωτήρες τους δασεργάτες που στρώνουν φράγματα με κορμούς δέντρων στις πλαγιές των καμένων βουνών για να ανακόψουν τα νερά των βροχών. Πόσοι αναρωτήθηκαν από πού κατάγονται αυτοί οι άνθρωποι και πώς έμαθαν  αυτή τη δουλειά;

  • Λιβάδι Ολύμπου - Γκίνι βινίς, τσι φάτσι;

    Προτιμάει να ζει στο χωριό κοντά στις φίλες της και αρνείται να μετακομίσει στην πόλη κοντά στα παιδιά της.

    «Γκίνι βινίς, τσι φάτσι;» (καλώς όρισες, τι κάνεις;). Μ’ αυτό τον βλάχικο χαιρετισμό μας υποδέχτηκε στο σπίτι της στο Λιβάδι Ολύμπου η Στέλλα Κρατσιώτη. «Γκίνι, βόι χιτς γκίνι;» (καλά, εσύ είσαι καλά;), της ανταπέδωσε τον χαιρετισμό ένας Βλάχος φίλος μου, που είχε μεσολαβήσει για να της πάρω συνέντευξη.

  • Ελάτη Γορτυνίας - Μαγεμένος από το βουνό

    Τον μαγεύουν τα δέντρα και η αξεπέραστη ποικιλία των κλαδιών τους.

    «Σπούδασα οικονομικά και είχα σαν όνειρο να ασχοληθώ με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αλλά κατέληξα λογιστής σ’ ένα συνεταιρισμό υδραυλικών. Δεν μου άρεσε αυτή η δουλειά, ούτε και η Αθήνα, την οποία έψαχνα ευκαιρία να εγκαταλείψω. Δεν ένοιωθα ελεύθερος σ’ αυτή την πόλη, δεν μπορούσα να αφομοιώσω τις παραστάσεις και τα μηνύματα, ήμουν σαν χαμένος. Στα 28 χρόνια μου συνειδητοποίησα οριστικά ότι τα έχω πάρει όλα λάθος και αποφάσισα να μηδενίσω το κοντέρ. Τέρμα οι γνώσεις που είχα αποκτήσει μέχρι τότε, τέρμα και οι δουλειές που δεν έδιναν νόημα στη ζωή μου».

  • Λιβάδι Ελασσόνας - Η τυράννια του αγωγιάτη

     

    Η αγάπη του για τα άλογα τον κρατάει στο χωριό του.«Μιλάμε για φτώχεια. Νομίζεις ότι τρώνε λίγο τα άλογα; Πώς να τα ταΐσω; Το καθένα τρώει ένα τόνο κριθάρι τον χρόνο, χώρια τα άχυρα. Για να αγοράσω ένα άλογο δεν με φτάνουν τρεις χιλιάδες ευρώ, συν πεντακόσια το σαμάρι και τα λουριά του. Το φθηνότερο αλυσοπρίονο έφτασε τα χίλια ευρώ. Όλα τα χρόνια μου θυμάμαι τυράννια και τίποτα άλλο».

  • Σαντορίνη - Μαγεύει με το βιολί του

    Ακόμα και στο ψάρεμα παίρνει μαζί του το βιολί.

    «Παίζω μουσική πολλές ώρες κάθε μέρα. Αρχίζω το πρωί με το βιολί και μετά συνεχίζω με το πιάνο. Το καλοκαίρι σταματάω λίγο για να κάνω μπάνιο στη θάλασσα και μετά πάλι βιολί». Ο Αντώνης Πρέκας, από το Εμπορειό της Σαντορίνης, είναι γιος του φημισμένου λαουτιέρη Κυριάκου και εγγονός του σπουδαίου βιολιτζή Αντώνη.

  • Ελληνικά Τζιας - Δίνει ζωή στη μοναξιά τους

    Αγαπάει όλα ανεξαιρέτως τα ζώα.

    «Το σχολείο μου δεν βρίσκεται εδώ, είναι σε ένα άλλο χωριό, την Κάτω Μεριά. Είναι τριθέσιο και έχει 19 παιδιά. Έχουμε τρεις δασκάλες, την κυρία Έφη, την κυρία Ζαφειρούλα και την κυρία Διονυσία τη διευθύντρια. Το χωριό μου δεν έχει άλλα παιδιά, μόνο εμένα και την αδελφή μου, που δεν την αντέχω γιατί είναι πολύ μικρούλα και τσιρίζει συνέχεια».

  • Κουρούτες Αμαρίου - Το χαρκιδιό με κράτησε επαέ

    Ο χαρκιάς (σιδεράς) με ένα μαναράκι (τσεκουράκι) στο χέρι.

    Αν περάσεις μέσα από ένα χωριό του Αμαρίου και σταματήσεις για να ζητήσεις κάποια πληροφορία, σίγουρα θα σου πουν: «Κάτσε επαέ να πιούμε μια ρακί». Ο Γιώργης Σαρρής, από το χωριό Κουρούτες, είναι χαρκιάς, δηλαδή σιδηρουργός. Το μαγαζί του είναι επάνω στον δημόσιο δρόμο κι όποιος ταξιδιώτης του απευθύνει τον λόγο, ο Γιώργης τον κερνάει κάτι τι στο διπλανό καφενείο. Ο καφετζής έχει βγάλει ένα μακρόστενο πάγκο στο πεζοδρόμιο, όπου ο χαρκιάς με τους φίλους του κάθονται και αγναντεύουν τις κορυφές του Ψηλορείτη, που βρίσκονται φάτσα μπροστά τους σε απόσταση αναπνοής.

  • Μίμης Δομάζος - Τροφοδοτεί τα όνειρά μας

    Χαρακτηριστική επέλαση που μοιάζει με χορευτική φιγούρα. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.

    «Δεν σταματούσα ποτέ να παίζω ποδό­σφαιρο. Ακόμα και σαν παίχτης του Παναθηναϊκού έπαιζα μπάλα το πρωί στον δρόμο και το απόγευμα στο πρω­τάθλημα. Κουραζόταν πιο πολύ το μυαλό παρά τα πόδια μου. Έπρεπε να φτιάξω το παιχνίδι, να στείλω μπαλιές στον Αντωνιάδη, να αποφύγω τα χτυπήματα. Όταν γυρνούσα από τον αγώνα στο σπίτι δεν ήθελα για μια ώρα να μου μιλάει κανείς, για να ξεκουραστεί το μυαλό μου».

  • Εκβολές ποταμού Αλιάκμονα - Αλβανός βοσκός στην ερημιά

    Μόνος στην ερημιά επί 18 χρόνια.

    Το όνομά του στα αλβανικά είναι Αλή, αλλά οι Έλληνες τον φωνάζουν Αλέξη. Κατάγεται από το Λίμπραζντ της Αλβανίας και ζει 18 χρόνια στην Ελλάδα, τα περισσότερα απ’ αυτά στις εκβολές του Αλιάκμονα ποταμού, όπου βόσκει πρόβατα. Εργάζεται στην καρδιά ενός βιότοπου, σε συνθήκες απόλυτης ερημιάς και μοναξιάς, μακριά από τους ανθρώπους, αλλά δίπλα σε αμέτρητα πουλιά και άλλες άγριες μορφές ζωής.

  • Άγιος Ιωάννης Αμαρίου Ρεθύμνου - Έκρυβε επί δικτατορίας τον Αντώνη Μπριλάκη

    Στο σπίτι του στον Αγγιάννη ο Ζαχαρίας έχει κορνιζάρει όλες τις μνήμες του.Στο καφενείο της μικρής σαν σπιθαμή πλατείας του χωριού Αγιάννη Αμαρίου Ρεθύμνου συναντήσαμε τον συνταξιούχο Ζαχαρία Δανδουλάκη, ο οποίος είχε προστατεύσει επί δικτατορίας τον αείμνηστο αγωνιστή της αριστεράς Αντώνη Μπριλάκη. Αν και είχε εντελώς αντίθετες πολιτικές πεποιθήσεις απ’ αυτόν, τον έκρυβε επί 17 μήνες και στο τέλος τον φυγάδευσε στο εξωτερικό με αεροπλάνο, με άλλο όνομα και διαβατήριο.

  • Μεσενικόλα Καρδίτσας - Έσοδα μηδέν, ίσα να περνάει η ώρα

    Δεν κερδίζει τίποτα από το παντοπωλείο, το κρατάει μόνο για να διατηρεί τις κοινωνικές επαφές του.

    «Φτιάχνω τσίπουρο 19 βαθμών με δύο βράσεις. Μου αρέσει πιο πολύ το τράγιο, σκέτο και τσουχτερό. Είναι αδρύ (βαρύ) και δεν ασπρίζει όπως το ούζο όταν του ρίχνεις νερό. Νόστιμο είναι και το γλυκατζάτο τσίπουρο με λίγο γλυκάνισο μέσα. Τα σερβίρω στους ελάχιστους πελάτες μου με στραγαλάκι, λάχανο βρασμένο και ψάρι κονσέρβα».

  • Πόροι Πιερίας - Ποιος ν’ ανέβει δω πάνω στο βουνό;

    Κάνει έντιμη πρωτογενή εργασία και παράγει αγνό κρέας και γάλα.

    «Τι σκέφτομαι όταν βοσκάω τα γίδια; Σκέ­φτομαι κανένα λύκο μήπως τα φάει, κανέ­ναν ίσκιο να μπω από κάτω, τι άλλο να σκεφτώ; Πέρσι μου έφαγαν οκτώ κεφάλια κι ένα σκύλο. Κάποτε είδα τις γίδες να πηδάνε. Ο λύκος είχε δαγκώσει μια στο λαιμό κι ήταν έτοιμος να τη φάει, αλλά τη γλίτωσαν τα σκυλιά. Άλλοτε ήμουν ξαπλωμένος σ’ ένα φράχτη κι άκουσα θόρυβο. Σηκώνομαι και τι να δω; Ένας λύκος σταματημένος κόκαλο. Σκιάχτηκα εγώ, σκιά­χτηκε κι εκείνος. Έβαλα φωνή κι έφυγε, αλλά μετά ξαναγύρισε από πίσω για να φάει το κοπά­δι. Πάντα έτσι κάνει, γιατί είναι έξυπνος».

  • Αθήνα - Τα χρώματα της Πίστης

     Η παλέτα του αγιογράφου, που μετατρέπει γυμνούς τοίχους σε μνήμες Αγίων.

    «Ο παπάς στο χωριό μου, το Πληκάτι Ιωαννίνων, ζωγράφιζε εικόνες. Έφτιαξα κι εγώ δίπλα του μια Παναγίτσα, την οποία έδειξα κάποτε στον δάσκαλο αγιογραφίας στην Αθήνα Νίκο Στρατούλη. Μόλις την είδε μου έκανε το ερώτημα: Τι θες να γίνεις, ζωγράφος ή αγιογράφος; Κόλλησα, τι να του πω τώρα; Μήπως δεν του άρεσε η απάντησή μου και μου έλεγε πάρε δρόμο; Του είπα αγιογράφος για να τον ευχαριστήσω. Με κοίταξε με ικανοποίηση και είπε: Έλα τη Δευτέρα και κράτα μαζί σου ένα παλιό παντελόνι για να μη λερωθείς στις σκαλωσιές. Αν του είχα πει ότι θέλω να γίνω ζωγράφος, ποιος ξέρει πού θα ήμουν τώρα».

  • Αγία Παρασκευή Αμαρίου Ρεθύμνου - Παπάς με τσαγανό

    Παπάς ευσεβής και λεβέντης, που υποστηρίζει με σθένος τις απόψεις του.

    Ο Κυριάκος Λίτινας είναι ιερέας στην Αγία Παρασκευή της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνου. Είναι πολύ αγαπητός άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης, που πασχίζει το ίδιο σκληρά με το ποίμνιό του να τα φέρει βόλτα στη ζωή. Οι κάτοικοι του χωριού είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και όλοι μαζί ούτε που γεμίζουν ένα εκκλησάκι. Ψάλτης του χωριού επί πολλά χρόνια είναι η Καλλιόπη Κανακάκη, καθώς δεν υπάρχει άντρας να κάνει αυτή τη δουλειά.

  • Αμάρι Ρεθύμνου - Πρώτα με το στόμα και μετά με τη λύρα

    Θα καταγραφεί με χρυσά γράμματα στη μουσική ιστορία της Κρήτης.

    Από παιδάκι είχε κλίση στη μουσική ο λυράρης Μανώλης Διαμαντάκης, από το χωριό Φουρφουρά της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνου, αλλά δεν είχε λύρα ούτε δοξάρι. Για ξεκίνημα έφτιαξε μόνος του ένα λυράκι της κακιάς ώρας από απιδιά, με χορδές από δερμάτινα λουριά. Στο δοξάρι έβαλε τρίχα από ουρά αλόγου και πάλευε να παίξει. Αντί για ρετσίνι έτριβε τις τρίχες με φύλλα από ακονιζέ, χαμηλό φυτό με χνουδωτό φυλλαράκι.

  • Στεμνίτσα Γορτυνίας - Σπίτι σαν μουσείο

    3 870

    «Τα έλατα που καίμε στο τζάκι πετούν σπί­θες. Γι’ αυτό τον λόγο στρώναμε στο χει­μωνιάτικο δωμάτιο σαΐσματα από μαλ­λί γίδας, που δεν καίγονται αν πέσει φωτιά επά­νω τους. Στη μια γωνιά του δωματίου κοιμό­ταν σ’ ένα ψηλό στρώμα ο παππούς με τη για­γιά και δίπλα στρωματσάδα τα εγγόνια. Το αντρόγυνο κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρα με το μωρό. Όταν αυτό μεγάλωνε μετακόμιζε στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, για να πάρει τη θέση του δίπλα στους γονείς το επόμενο μωρό».